“Καταδικασμένοι Έρωτες Ι”

~ 7 ~

“Λες να το έμαθαν, τους έχει πάρει χαμπάρι όλο το χωριό;”

“Μπα, τσακώθηκαν λέει, δεν μιλιούνται.

Αυτός τρυγιρίζει μέρες τώρα έξω από το σπίτι της.

Αυτή κάθεται μέσα, έχει κλειστά τα παντζούρια.

Θέλει να τα ξαναβρούν αλλά αυτή ανένδοτη.”

“Γειας το στόμα σου ευλογημένη.

Καιρός ήταν να τον διώξει.

Να του δώσει πόδι.

Πήγαινε στον καφενέ και έκανε τον γαμπρό στην καινούργια.

Αυτή για, που ήρθε από τα ξένα.”

“Δεν λυπήθηκε ούτε τον άντρα της, ούτε τα παιδιά της.

Η ακαμάτα μόνο ξέρει να γυρίζει στο χωριό, να φαίνεται δυστυχής για τον χαμό του ξαδέρφου της.”

“Αστα αυτά, όλοι ξεύρουν ότι η στεναχώρια είναι για την ξένη και ο άλλος δεν σηκώνει τα μάτια του από πάνω της.”

“Έχει φάει πολλά λεφτά σε πιοτά στον καφενέ.”

“Φαρμακόγλωσσες, αφού το ξέρουμε όλοι καλά.

Αγαπιόντουσαν από παιδιά και οι δικοί της, της εξασφάλισαν πλούσιο γάμο.

Βρήκαν την ευκαιρία όταν ήταν στρατιώτης.

Της πιπίλισαν τα αυτιά ότι ο αγαπητικός της τραβιέται εκεί μακριά στο νησί που τον είχαν στείλει για θητεία.

Είχε βρει μια και θέλησε να μείνει στο νησί.

Δυόμιση χρόνια ήταν αυτά.

Αυτός που να φανεί, την τρέλαναν την μικρή στα πέρα-δώθε και στα προξενιά.

Το στεναχώρησαν το κοριτσάκι και αυτό πάνω στην απελπισία του τι να έκανε;

Η κοπέλα δέχτηκε, αυτός δεν κρατήθηκε ο κακομούτσουνος και της έκανε αμέσως παιδιά.”

“Να την δέσει στον γάμο, να μην του φύγει ήξερε πολύ καλά, τον άλλον δεν τον είχε ξεπεράσει.”

“Κάτι άκουσα ότι τσακώνονται για να φύγουν μαζί.

Ζήτησαν βοήθεια από τον Σταύρο, τον παιδικό της φίλο.

Αυτή σκέφτεται τα παιδιά.

Όλοι στο χωριό θέλουν να φύγει.

Ακούς εκεί την κοπέλα να την παντρέψουν με έναν προβληματικό.

Μπορεί να έχει τα πάντα, αλλά κάθε βράδυ στον καφενέ χαλάει πολλά λεφτά.

Μετά πίνει, πηγαίνει σπίτι, τα παιδιά κοιμούνται, δήθεν τώρα.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια