“Καταδικασμένοι Έρωτες Ι”

~ 71 ~

Ευχήθηκε να την βρει.

Τόσο μόνη, δεν είχε αισθανθεί ποτέ.

Όλος ο κόσμος της άλλαζε, τι να έφταιξε ξαφνικά.

Ίσως δεν ήταν η δόξα και το χρήμα που θέλησε ποτέ στην ζωή της.

Ο Άλεξ είχε αλλάξει μέσα σε λίγα λεπτά όλη της την ζωή.

“Η Σοφία;”

Τράβηξε προς την reception, έμαθε, έμενε στο ξενοδοχείο στο δωμάτιο αντίκρυ στο βράχο.

Άλλωστε δεν είχε που αλλού να πάει.

Η μοναξιά την πολιόρκησε και την νίκησε.

Της άφησε σημάδια και ουλές στην ψυχή.

Αιμοραγούσε το βαθύ τραύμα της.

Σε ποιον να μιλήσει σε ποιον να πει, τι;

Μόνη της θα προχωρήσει μόνη της.

Σκέφτηκε την Σοφία και πήρε δύναμη.

Οι αναμνήσεις επέστρεψαν, δεν τους άρεσε η νύχτα αυτή, το μέρος.

Ήρθαν να την παιδέψουν και αυτές.

“Αμαρτία, ναι είναι αμαρτία να κλέβεις τον άντρα κάποιας άλλης.

Στην ζωή για να είσαι άνθρωπος πρέπει να έχεις καλοσύνη και ηθική.

Δεν παίζεις με ψυχές.”

Ήθελε να φωνάξει στις ερινύες “σταματήστε” δεν μπορώ να με κυνηγάτε τόσο άδικα.

Περπάτησε αρκετά έξω στον κήπο, κατέβηκε στην θάλασσα.

Κάθισε στις μοναχικές ξαπλώστρες.

Πήρε τον διάδρομο του φεγγαριού και ταξίδεψε στο κενό.

Δεν ήθελε να συναντήσει κανέναν, η μοναξιά της, η συντροφιά της.

Ξημερώματα ανέβηκε στο δωμάτιο.

Μόλις πρόλαβε να κάνει ένα μπάνιο χτύπησε η πόρτα.

“Φεύγω, θα σε δω σε μια βδομαδα.

Θα έχουμε επικοινωνία.”

Έβλεπε τον Δημήτρη να απομακρύνεται.

Ήθελε να του φωνάξει να γυρίσουν πίσω στην γειτονιά τους.

Εκεί που ξεκίνησαν τα όνειρα.

Έφυγε και αυτός μαζί με τα ονειρά τους.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια