~ 24 ~
Στιγματισμένοι με όρκους σιωπής.
Πόσοι άραγε είμαστε.
Ελάχιστοι.
“Είμαι τρία χρόνια στην Αθήνα.
Μ’ έστειλαν οι γονείς μου για να δουλέψω.
Η θεία μου είπε πως πρέπει να τελειώσω το σχολείο.
Πήγα νυχτερινό, ήταν δύσκολο, κουραστικό.
Δεν μεγάλωσα εδώ.
Ο τόπος μου είναι διαφορετικός.”
Και εκείνη την στιγμή έγινε η ταύτιση.
Η ομοιότητα.
Η ζωή ενός άλλου κοριτσιού.
Η μία συμπλήρωνε, προστάτευε την άλλη.
Οδηγούσε η ίδια η ζωή, δύο ψυχές άγνωστες μεταξύ τους, να βρεθούν με τόσες ομοιότητες.
“Μονάχες” – “Δίδυμες ψυχούλες” τις αποκαλούσε κάποιος σαν τις έβλεπε μαζί.
“Εσείς οι δύο μοιάζετε”, μάλλον μπερδεύονταν με την εσωτερική ομορφιά τους.
Δεν χωρίστηκαν παρά μόνο την μέρα που η μοίρα είχε ορίσει.
Ήρθε στην γνωστή γωνιά του καφέ.
Δίπλα στο σχολείο.
“Τι έχεις φαίνεσαι ανήσυχη.”
“Είμαι τριών μηνών, σε λίγους μήνες θα γεννηθεί ένα μωρό.”
Ο κόσμος τους σκοτείνιασε.
Τόσο νωρίς.
Παιδί χωρίς να έχει ζήσει μια στιγμή.
Να αγαπήσει, να ερωτευτεί.
Παρά η μοίρα της δώριζε ένα μωρό.
“Θα το κρατήσω.
Θα έχουμε το δικό μας σπιτικό.
Δεν θα αναγκαστώ να δουλέψω.”
“Και τι, το σχολείο;
Λίγο ακόμη έμεινε.
Σε λίγους μήνες τελειώνουμε.”
Ήταν αποφασισμένη, κάποιος άλλος είχε αποφασίσει για αυτήν.
Το σχολείο δεν το τελείωσε.
Έφυγε ξαφνικά από το προαύλιο, από την ζωή της.