“Καταδικασμένοι Έρωτες Ι”

~ 25 ~

Μετακόμισε σε κάποιο άλλο σπίτι.

Έχασε κάθε ίχνος της ζωής της.

Έμεινε μόνη, όπως πάντα η μοναξιά της έγινε σύντροφος ζωής που την στοίχειωνε.

Ήταν πάντα σίγουρη ότι δεν θα την πρόδιδε.

“Τρέξε σε ζητούν στο τηλέφωνο.”

Στο γνωστό περίπτερο.

Σ’ αυτό το περίπτερο εξελίχθηκε η ζωή της.

“Άφησαν μήνυμα, στις οκτώ ακριβώς απόψε θα σε ξαναπάρουν.

Να είσαι εδώ παιδί μου.”

Ερωτηματικά πολλά.

Ποιος να την ζητούσε.

Μόνο οι γονείς της είχαν αυτό το νούμερο.

Πέντε λεπτά πριν τις οκτώ περίμενε στην γωνία της μικρής πλατείας.

Να ακούσει το κουδούνισμα, το κάλεσμα του κυρ Λάμπη.

“Σε ζητούν! “

Δεν περίμενε κανέναν.

Ίσως κάποιο νέο από τους δικούς της.

Μια γνώριμη φωνή της έδωσε χαρά.

Δάκρυσε καθώς άκουσε το νέο.

“Έγινα μαμά.

Μόλις χθες έφερα στον κόσμο ένα υγιέστατο αγοράκι.

Μετακομίσαμε στην Κυψέλη.

Δύσκολα ήταν τον τελευταίο καιρό.

Τώρα όλα τελείωσαν.”

Είχαν να πουν τόσα πολλά.

Έκλεισαν το τηλέφωνό

Στα χέρια της κρατούσε την διεύθυνση της και το νέο νούμερο τηλεφώνου της.

Η χαρά της ήταν μεγάλη.

Θα την έβλεπε μετά από καιρό.

Ανεβαίνοντας την Αγίου Μελετίου κάθε ανάμνηση, κάθε όνειρο ξεπετάγονταν μπροστά της να θυμηθεί για άλλη μια φορά πόσο διαφορετική είναι η ζωή, με τόσες εκπλήξεις.

“Πιάνεται από ένα λευκό σύννεφο.

Διάφανο, με χρώματα χαράς, ελπίδας, ευτυχίας, ονείρων.

Σε μια καταιγίδα, αρχίζουν να ξεβάφουν τα όνειρα.

Συντρίβονται.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια