“Καταδικασμένοι Έρωτες Ι”

~ 44 ~

Δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή, στης νύχτας την έρημη θάλασσα δύο ψυχές, τι θα έκαναν;

Ναι, σίγουρα θα συζητούσαν για επαγγελματικά σχέδια.

Λες και η μέρα δεν τους έφτανε;

Ανώριμη, επιπόλαιη, άμυαλη.

Τόσοι χαρακτηρισμοί, της ταιριάζουν.

Και αν κάποιο μάτι τους είχε δει.

Κάποιος δημοσιογράφος, κάποιος φωτογράφος!

Ήταν ξεχωριστό πρόσωπο, κάποιος θα τους είχε πέσει από δίπλα.

Σκέψεις τόσες πολλές, φόβο δεν είχε αισθανθεί ποτέ.

Αυτή την στιγμή αναρωτιέται χίλια δυο.

Τίποτα να μην ισχύει από όλα αυτά.

Άφησε τις σκέψεις της να ταξιδέψουν στην ανατολή.

Να σκορπιστούν στην θάλασσα.

Να τις πάρει το κύμα κάπου μακριά.

Να ξεχαστεί η χθεσινή βραδιά.

Το φως του ήλιου της έκανε καλό.

Σαν να την ξύπνησε.

Αφαίρεσε από πάνω της ότι την βάραινε.

Ευτυχώς είχε ντυθεί πρόχειρα το προηγούμενο βράδυ.

Θα καλούσε ταξί να την πάει πίσω στην Αθήνα.

Περπατούσε στην παραλία της Βάρκιζας.

Μπροστά της ανοιγόταν ο Σαρωνικός.

Ένα τοπίο με θαμνώδεις και βραχώδεις εκτάσεις, πολλά πεύκα να απλώνουν τον ίσκιο τους στα γαλανά νερά του Σαρωνικού.

Κάθησε στο πρώτο καφενεδάκι που ξεφύτρωσε μπροστά της.

Η αλμύρα της θάλασσας, το απαλό αεράκι το φως του ήλιου έκαναν μεγάλη προσπάθεια να την κρατήσουν ξύπνια.

Χρειαζόταν ένα διπλό βαρύ πικρό ελληνικό καφέ.

Να ξυπνήσει η Ελλάδα μέσα της.

Να της πει καλημέρα.

Να σβήσει την ανόητη βραδιά που έγινε εφιάλτης της.

Να βρει το αγρίμι που δεν “μασάει”.

Στην πρώτη γουλιά καφέ, αισθάνθηκε αναζωογόνηση, ξύπνημα από τις αλλόκοτες σκέψεις της.

“Σύνελθε, σκέφτεσαι ανύπαρκτα πράγματα.”

Ψιθύρισε στον εαυτό της ενώ χτυπούσε το κινητό.

“Είμαι έξω από το σπίτι σου.

Περίεργο μου φαίνεται.

Πως δεν είσαι έτοιμη.

Χτυπάω πολύ ώρα τώρα.

Ανησύχησα παιδί μου, που είσαι.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια