“Καταδικασμένοι Έρωτες Ι”

~ 63 ~

Ο Νικόλας της έγνεψε να μην απαντήσει.

Ήξερε καλά την απαντησή της, “αρνητική”.

Η Δανάη να εκτεθεί σε φωτογραφίες και ρομαντικές σελίδες.

Όποιο μεγάλο περιοδικό της είχε κάνει πρόταση την είχε απορρίψει με ένα “όχι”.

Δεν μπορούσε να καταλάβει πως με τόσα χαρίσματα θα μπορούσε να είχε κερδίσει περισσότερα.

Όντως η Δανάη δεν απάντησε, σηκώθηκε και κοίταξε το βάθος της θάλασσας.

Καθώς τους πρόσφεραν ένα απεριτίφ στο τεράστιο μπαλκόνι, μια θύμηση έκανε την εμφάνισή της από τα παιδικά της χρόνια.

Για μια στιγμή όλα άλλαξαν μέσα της.

“Μμ! καλές είστε και του λόγου σας.

Δεν κοιτάτε τα μούτρα σας σε κάνα καθρέφτη.”

Είχαν φάει δίπλες με άχνη ζάχαρη, κανέλα και λίγο καρύδι.

Στομπώνεται η ζάχαρη καλή μου.

Μόνο με την ανάσα φεύγει και σκορπίζει.

Γέλασαν τα κοριτσάκια.

Φτερνίστηκε η θεία Μαριγώ την ώρα που απολάμβανε μια δίπλα, τίγκα στην ζάχαρη.

Σύννεφο άχνης σκόρπισε παντού στο μικρό δωμάτιο.

“Μόνο τα λουκούμια σας λείπουν από εδώ και θα κοιμηθούμε σε στρωσίδια ζαχαρωτών απόψε.”

Φόρεσε τις μπαλωμένες πιτζάμες ο κυρ Στέλιος και έπεσε να κοιμηθεί στην κουβέρτα που τσίμπαγε.

“Έλα βρε γυναίκα, έλα σιάξε τα στρωσίδια, εσύ τα καταφέρνεις καλύτερα.

Θα σηκωθούμε ξημερώματα.

Αυτές θα γυρίζουν πλευρό να κοιμηθούν μέχρι το μεσημέρι.

Εμάς ποιος μας κλαίει, μπουχός θα γίνουμε μέχρι το μεσημέρι.”

Γύρισε προς την θάλασσα η Δανάη.

Μπροστά της απλωνόταν μια μεγάλη βεράντα.

Οι ξαπλώστρες στην παραλία δροσίζονταν από την πολύ ηλιοθεραπεία την μέρα τούτη.

“Εσύ κορίτσι μου κοίταξε να βάλεις καμμία τάξη.

Μόνο σε σένα βασίζομαι.

Εσύ θα γίνεις άνθρωπος με αρχές.”

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια