“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Πεισματάρα καθώς ήταν δεν ανέφερε σε κανέναν τίποτα.

Ενημέρωσε τον Φίλιπ ότι είχε να κάνει κάποια σημαντικά πράγματα.

Του έκρυψε την αλήθεια, δεν ήθελε να τον ανησυχήσει, αρκετά είχε περάσει τον τελευταίο καιρό, έπρεπε να τον αφήσει να ξαναβρεί τους ρυθμούς του στην κανονική ζωή.

Άλλωστε όλα είχαν γίνει όπως πριν, το ατυχημά του φάνταζε σαν ένα κακό όνειρο.

Σηκώθηκε πρωί, πριν ο ήλιος στείλει τις πρώτες ηλιαχτίδες να στολίσει την θάλασσα, στην πρωινή δροσιά της, θάμπωνε ο ορίζοντας, δεν μπορούσες να δεις καθαρά μακριά.

Επρέπε να βιαστεί, δεν είχε πολύ χρόνο, έπρεπε να φτάσει στον πύργο σύντομα.

Οι δυσκολίες της διαδρομής ήταν ασήμαντες μπροστά στο μεγάλο μυστικό που έκρυβε ο πύργος του φάρου.

Θα έπαιρνε μαζί της τα απαραίτητα και έναν καλό αδιάβροχο σάκο για τα στοιχεία που ίσως να έβρισκε, να μπορέσει να τα περάσει από το νερό.

Καιρό παρατηρούσε την διαδρομή, είχε σχεδιάσει τα πάντα.

Όσο για τον χρόνο που θα χρειαζόταν, μια πρώτη βιαστική επισκεψη θα ήταν.

Ήταν σίγουρη πως θα υπήρξαν και άλλες, φτάνει να έβρισκε αυτό που έψαχνε.

Μια ιστορία διαδραματιζόταν στο νησί, μυστήριο χρόνων.

Είχε φροντίσει από νωρίς το βράδυ η μικρή της Δανάη να κοιμηθεί στις αγαπημένες φίλες της, θα ήταν ασφαλής η κόρη της, δεν θα ανησυχούσε, θα ήταν ελεύθερη να ψάξει και να ανακαλύψει όλα είχε στις σκέψεις της καιρό τώρα.

Το ξημέρωμα την βρήκε να αγναντεύει από το μπαλκόνι της, η θέα όπως πάντα καταπληκτική, η θάλασσα να την μαγεύει και το αεράκι να την χαϊδεύει απαλά.

Έκλεισε λίγο τα παραθυρόφυλλα, πήρε τα κλειδιά από τον μεγάλο μπουφέ που διακοσμούσε το χωλ, τράβηξε την πόρτα πίσω της, βγήκε στην αυλή.

Μια ησυχία που είχε εκείνη την στιγμή, τα παιδιά κοιμόντουσαν.

Η βουκαμβίλια, οι γλάστρες με το βασιλικό, οι ντάλιες, τόσα λουλούδια στην αυλή τους, τόση ομορφιά, ήταν ο λόγος που αγάπησε τόσο πολύ το σπίτι αυτό.

Κάποια στιγμή θα το έκανε δικό της, τόσα χρόνια έμενε εκεί, ο ιδιοκτήτης ήταν πρόθυμος να της το πουλήσει σε μια λογική τιμή, την περίμενε όταν θα είχε μαζέψει το σύνολο των χρημάτων, ήταν δύσκολο για αυτήν να μπορέσει να τα συγκεντρώσει.

Οι άνθρωποι, φίλοι της χρόνια, ήταν και αυτός ένας άλλος λόγος που την κράτησε στο νησί.

Η αγκαλιά τους, η φιλοξενία τους, η συμπαράστασή τους.

Αληθινοί φίλοι σε όλα, πάντα δίπλα της, σε μια άγνωστη που ήρθε μια νύχτα στο νησί τους και έγινε μέρος της δικής τους ιστορίας, έγινε ένας από τους ίδιους.

Έκλεισε την πόρτα ήσυχα πίσω της να μην ξυπνήσουν.

“Κυρά Μαρία τι κάνεις τόσο πρώι εδώ;”

“Για σένα κόρη μου, είμαι πολύ γριά έχω δει και γνωρίσει πολλούς ανθρώπους, ήμουν και εγώ κάποτε σαν και σένα, ανύσηχη, δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά, ήθελα να φύγω από το νησί, αλλά βλέπεις, τα χρόνια τότε διαφορετικά.

Οι γονείς μου τα έβλεπαν όλα αυτά, με πάντρεψαν από πολύ μικρή μπας και ησυχάσει το πνεύμα μου, το μυαλό μου, κάνοντας οικογένεια αφοσιωθώ σ’αυτήν και έτσι ηρεμήσω.

Είχα όνειρα διάβαζα, είχα τον τρόπο βλέπεις να βρίσκω λύσεις, εκεί που θέλεις να πας πήγαινα κάποτε πριν από σένα.

Σσσσς Πρόσεχε κόρη μου, είναι επικίνδυνα τα μέρη αυτά, η θάλασσα το πέρασμα, το ρεύμα στα μαύρα της νερά, το ανέβασμα στους βράχους.

“Κυρά Μαρία φρόντισε την κόρη μου, θα γυρίσω στο υπόσχομαι σύντομα, θα μιλήσουμε, θέλω να μου τα πεις όλα, για σένα και ότι έκλεψε τα ονειρά σου, τα φτερά σου να πετάξεις.”

“Ναι κόρη μου σου έχω εμπιστοσύνη, το βλέπω στα μάτια σου, είσαι διαφορετικός άνθρωπος, η ψυχή σου είναι πλασμένη από αγγέλων φτερά, δεν μπορεί να φυλακιστεί, θα ματώσει, δεν θέλει εμπόδια, ονειρεύεται, ταξιδεύει και πραγματοποιεί τα ονειρά της όσο και αν είναι το κόστος του πόνου της.

Κόρη μου είμαι ευτυχισμένη, βλέπεις η ευτυχία βρίσκεται σε ότι αγκαλιάζει. και έχω δίπλα μου πολλές αγκαλιές!”

Η Ναταλία έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο της γυναίκας που πάλεψε με τον εαυτό της και βρήκε την ισορροπία μέσα της, γεμίζοντας την αγκαλιά της από πολλά παιδιά και εγγόνια.

Την άφησε να πλέκει και να κεντάει, περιμένοντας το φως του ήλιου να μπει από τα κλαδια του ανθισμένου δέντρου, να φωτίσει την ψυχή της.

Το πρώτο άστρο της αυγής έχασε το φως του μπροστά στον βασιλιά του ουρανού.

Ο ήλιος, ξεπρόβαλε δίνοντας τα χρώματα της ανατολής να στολίζουν τον ορίζοντα της θάλασσας και χιλιάδες ηλιαχτίδες σκορπίζοντας άστρα στην επιφάνειά της.

Το κατέβασμα στο λίθινο μονοπάτι είχε την θέα που λάτρευε και την ταξίδευε σε όνειρα πέρα μακριά σε άλλες εποχές που ήθελε να ανακαλύψει να μάθει, δεν μπορούσε να μείνει στάσιμη όλα είχαν κάτι πίσω τους να σκορπίζουν την ιστορία τους που αποπλανεί κάθε περαστικό.

Ήθελε να ήταν η πρώτη να την μάθει, να την κάνει δική της.

Ο πιστός της φίλος, δεν την εγκατέλειπε ποτέ, είχε μέρες να φανεί, αλλά σαν ένστικτο πάντα την έβρισκε στον πρωινό περίπατο δίπλα στην θάλασσα, λες να ήθελε να την προστατεύει.

Ανυπομονούσε, σκεφτόταν, τι θα έβρισκε εκεί στον φάρο των βράχων, ήταν αλήθεια όλα αυτά που είχε ακούσει, γιατί ποτέ κανείς δεν αποκάλυψε την αληθινή του ιστορία, γιατί κρατήθηκε με τόσο μυστήριο, το μυστικό του.

Διαδρομή

Η θάλασσα πιστή της φίλη δίπλα της, να βρέχονται από το κύμα τα πόδια της, η σπηλιά φάνηκε από μακριά και ένας κόμπος έσφιξε στο στομάχι της.

Τι είναι πάλι αυτό, ανησυχία, τι θα βρω πως θα φτάσω.

Σκέφτηκε την μικρή της Δανάη, τόσα είχε ακούσει και αν πάθαινε κάτι.

Θα έβρισκαν το γράμμα, είχε όλα τα στοιχεία, και σαν δια μαγείας ο πατέρας της βρισκόταν στο νησί δίπλα τους, δίπλα στην κόρη τους.

Μπήκε στο άνοιγμα της σπηλιάς, έλεγξε τον σάκο της, όλα ήταν μέσα, η φωτογραφική της μηχανή, σημειωματάριο και φυσικά αρκετό νερό να μπορέσει να ξεδιψάσει μέσα στην μέρα.

Ένας μικρός εξοπλισμός για το σκαρφάλωμα στους βράχους, να μην κόψουν οι πέτρες τα ποδια τηςκαισε περίπτωση που είχαν γκρεμιστεί τα παλιά πέτρινα σκαλοπάτια.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια