“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Η θάλασσα χάνει τα ήρεμα ταξίδια της γίνεται μυστήρια σαν να θέλει να καταπιεί το νησί, να το πάρει μαζί της στο βυθό.

Οι γραφικές παραλίες νεκρές, τις σκεπάζει το κύμα, τις σκάβει, ξεθάβει από το βυθό διαφορα παράξενα πλασμάτακια, οι μικροί αστερίες, τα κοράλλια, φέρνει κάτι από τα μυστικά του βυθού της να τους μαγέψει να την ακολουθήσουν, να τους πλανέψει να τους πάρει μαζί της.

Πως μπορεί να μοιράζεται σε τόσους διαφορετικούς κόσμους.

Μάλλον η θάλασσα και αυτή μοιάζουν τόσο πολύ, ζουν στην ηρεμία τους και ταυτόχρονα θέλουν να γνωρίσουν κάτι όμορφο να τις παρασύρει μακριά.

Δεν της άρεσε να μένει στο ίδιο μέρος ούτε στα ταξίδια των σκέψεων της.

Ταξίδευε συνέχεια, τι ήθελε, τι έψαχνε, τι αναζητούσε να βρει μια ζωή γεμάτη από νέα μέρη.

Έτσι ήταν έπρεπε να ρίξει κάποτε άγκυρα αλλά που;

Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί κάπου, ούτε να μείνει σε ένα μέρος.

Αυτή την φορά έπρεπε να πάρει τις απαντήσεις της για χάρη της μικρής της Ναταλίας.

Είχε γίνει πλέον γιαγιά.

Η μικρή εγγονούλα της να γνωρίσει την αγάπη, την τρυφερότητα, την καλοσύνη, την συμπόνια, την στοργή αλλά από τους δύο γονείς της.

Όσο και αν της φαινόταν λογικά όλα αυτά , δεν μπορούσε να προχωρήσει

Πόσο της άρεσε η μυρωδιά στο χώμα όταν έπεφτε η βροχή, το δάσος πάνω στα φύλλα να πέφτει με ορμή από ψηλά και να τα σκορπίζει στο έδαφος.

Να στολίζει το δάσος με χρυσοκίτρινα φύλλα.

Η φύση να μοιάζει με πίνακας κάποιου ζωγράφου που απαθανατίζει το φθινόπωρο στην πιο ωραιά του μορφή,

Τα πουλιά να πετούν σε ομάδες,πέρα από τον ορίζοντα, εκεί που κόβεται ο ουρανός στα δύο, και τα βουνά αγκαλιάζουν τον ουρανό λες και θέλουν να τον κόψουν.

Τα σύννεφα μόνα τους να τα παρασέρνει ο άνεμος σε μακρινά ταξίδια, αφήνοντας πίσω τους το βάρος της βροχής να δροσίζει την γη, μετά από τις πιο ζεστές μέρες του καλοκαιριού.

Σίγουρα θα έπαιρνε την μικρούλα της να της γνωρίσει το χωριό που μεγάλωσε, θα είχε ερημώσει τώρα, οι κάτοικοι λίγοι μετρημένοι στα δάχτυλα και το σχολείο κλειστό.

Φρόντιζε να μαθαίνει τα νέα, ήταν οι αναμνήσεις της ο τόπος που μεγάλωσε, δεν μπορείς να ξεφύγεις ποτέ από ότι αγάπησες τόσο βαθιά, σ΄ αγκάλιασε, γνώρισε τα ονειρά σου.

Έκανες τα πρώτα βήματα, βρέθηκες με ανθρώπους που σ΄ αγάπησαν, σε μεγάλωσαν.

Τι αναμνήσεις, ξυπνούν με αυτή την βροχή

Tα χρυσάνθεμα στο κήπο, μονά ή διπλά, έτσι τα έλεγαν οι μεγαλύτερες, πόσο εύκολα φύτρωναν και πλήθαιναν σε εκείνο το χωριό, ήταν ένα από τα λουλούδια του φθινοπώρου.

Καμάρωναν μόνα τους, ζήλευαν τα χρώματα οι περαστικοί.

“Θα μου δώσεις να φυτέψω από το μωβ, το διπλό, το μεγάλο άνθος.”

Ηθελε η γειτόνισσα να πάρει λίγο από την ομορφιά του κήπου τους.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια