“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Αλήθεια πόσο καιρό είχε να δει κυκλάμινα, αυτό το ροζ χρώμα να στολίζει την γη, να φυτρώνουν πάνω σε βράχια όπου υπήρχε λίγο χώμα, μέσα στο δάσος και να τρέχουν σαν παιδιά να ξεριζώσουν λίγα και να τα φέρουν στην αυλή τους να τα φυτέψουν.

Το είχαν καταφέρει, κάθε χρόνο στο ίδια σημείο άνθιζαν να τους θυμίσουν τα παιδικά τους χρόνια, ακόμα και αν μεγάλωσαν και έφυγαν αυτά άνθιζαν μονάχα τους εκεί στην άκρη του κήπου περιμένοντας τα.

Οι μικροί καταράχτες που έβρισκαν διέξοδο σε κάποια βραχάκια και έπεφτε από ψηλά το νερό.

Τα αυλάκια με ορμή το μετέφεραν κάπου μακριά στην θάλασσα.

Παρασέρνοντας κάποια φύλλα που έβρισκαν στο δρόμο τους.

Η φύση φρόντιζε για όλα.

Την μεταφορά των καρπών της γης για να ξαναγεννηθούν την άνοιξη.

Πόση συσχέτιση είχαν όλα, κάθε εποχή, έφερνε μια άλλη, που εξαρτώταν από το πόσο θα ήταν προσεκτική με την γη να μπορέσουν να κάνουν τον κύκλο τους.

Πόσες αναμνήσεις μπορεί να φέρει η βροχή!

Δεν έπρεπε να ξεγελάσει τον εαυτό της άλλο, είχε μεγαλώσει πολύ.

Έφυγε ξαφνικά όπως το συνήθιζε, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί πάλι να το κάνει αυτό.

Δεν θα άλλαζε ποτέ όσο και να προσπαθούσε να γίνει η τέλεια, ήξερε πως δεν θα τα κατάφερνε.

Αλλωστε τι είναι το τέλειο, αν το φτάσεις πάλι κάτι θα πρέπει να κάνεις κάτι ακόμα να το προσπεράσεις, κάτι θα βρίσκεις από τον εαυτό σου να μην σ΄ αρέσει.

Θα μπορούσε να δαμάσει το μυαλό της να μην τρέχει και να απολάυσει την όμορφη βροχούλα που έπλενε, καθάριζε κυριολεκτικά τους δρόμους της πόλης που τόσο είχαν ανάγκη.

Όχι δεν μπορούσε να μην ταξιδεύει, γιατί να το κάνει άλλωστε ποιον ενοχλούσε;

Μετά την βροχή βγαίνει το ουράνιο τόξο, εδώ στην πόλη ποιος μπορεί να το δει, να μαγευτεί από τα χρώματα του, να μετρήσει τις χρωματιστές ρίγες του.

Τα χρώματα του ήλιου που διαπερνούν τις σταγόνες της βροχής και σχηματίζουν αυτό το θεϊκό δώρο, πόσα ξωτικά έκρυβαν το χρυσό στην άκρη του, είχε ονειρευτεί να τα δει σαν παιδί.

Ποτέ δεν τα κατάφερε, έφτανε στην άκρη του αλλά κανείς δεν ήταν εκεί να την περιμένει. Έμπαινε ανάμεσα στα χρώματα, έβρεχε τα ποδαράκια της, της άρεσε πολύ να αισθάνεται την φύση.

Δεν την ένοιαζε αν ήταν βρεγμένη, αν κρύωνε, δεν αισθανόταν άλλωστε ποτέ κάτι τέτοιο, απολάμβανε το τοπίο που της ανοιγόταν μποστά της και της χάριζε αυτήν την σπάνια ομορφιά της φύσης.

Ένας δυνατός άνεμος και η μεγάλη λεύκα στην απέναντι πλατεία χόρεψε στους ρυθμούς του ανέμου και κάποια φύλλα της τα άφησε να ταξιδέψουν μαζί του, να στολίσουν το πράσινο γρασίδι, το δρόμο και να δώσουν χρώματα στην άχρωμη τσιμεντένια άσφαλτο.

Τίποτα δεν θύμιζε το καλοκαίρι, η βροχή επίμονα συνέχιζε να πέφτει, το αεράκι δροσερό έφερνε λίγο κρύο στο δωμάτιο.

Δεν ήθελε να κλείσει το παράθυρο, της άρεσε να ακούει την βροχή και να ταξιδεύει.

Ταξίδεψε στο νησί, είχε γίνει ο τόπος της, η ζωή της.

Οι κάτοικοι ήταν μέρος της καρδιας της, δεν μπορούσε άλλο μακριά τους.

Το ένιωθε, τι θα κάνουν τώρα, ο καιρός αγριεύει πολύ στο νησί.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια