“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Στον μοναχικό δικό του κόσμο, όταν έκλεινε η πόρτα αργά την νύχτα και βρισκόταν μόνος με τις σκέψεις του.

Δεν είχε κανέναν να τις μοιραστεί.

Πόσο την ήθελε πίσω χρόνια τώρα.

Δεν τόλμησε να της γράψει μια λέξη, να της πει πόσο του λείπει.

Το χαμόγελό της, το χάδι της, η αισιοδοξία της.

Κάθε πρωί να του γεμίζει την μέρα του με όμορφα λόγια.

Και σαν ερχόταν η νύχτα να μοιράζονται την αγάπη τους τόσο τρυφερά σαν πολύτιμο διαμάντι που θα έσπαγε σε χίλια κομματάκια αν δεν την προστάτευαν.

Και τώρα λάθος κάνει, πιο πολύτιμο πετράδι μπορεί να συγκριθεί με την αγάπη;

Κανένα.

Ένα κοριτσάκι που δεν ήθελε να μεγαλώσει.

Μια όμορφη γυναικεία φιγούρα να έρχεται κοντά του όποτε την καλούσε.

Ήξερε που θα την βρει, δεν είχε χάσει τα σημάδια της ζωής της.

Σταμάτησαν οι σκεψεις, κοίταξε γύρω του είχε φτάσει στον προορισμό του, στην ευτυχία του.

Σταμάτησε στο λιμάνι, ένα εισιτήριο για έναν άγνωστο προορισμό δίχως επιστροφή.

Θα του έφερνε ότι αναζητούσε μια ζωή, ένα ταξίδι που μόνο λίγοι μπορούν να κάνουν.

Ταξίδι στα ονειρά τους, στην ευτυχία που αναζητά η ψυχή τους.

Ο κόσμος λιγοστός, η ώρα περασμένη.

Άγνωστος μέσα στον άγνωστο κόσμο της νύχτας.

Ήθελε να ταξιδέψει να πάει εκεί που τον αγαπούν, τον νοσταλγούν.

Όλη νύχτα στο κατάστρωμα να σκέφτεται, να ταξιδεύει μαζί με την θάλασσα.

Να γυρίζει τον χρόνο πίσω, να παγώνει τις στιγμές.

Το φιλί, το χάδι, την αγάπη, την κατανόηση σε ότι και να ζητούσε.

Το χαμόγελο εκείνο το παιδιάστικο, το αθώο, τον έκανε να ξαναγεννηθεί.

Να ξαναγίνει το παιδί, το αγόρι, να αισθάνεται την αγνότητα, τον ενθουσιασμό

Να ζήσει, να γελάσει, να παίξει, να ταξιδέψει στα όνειρα.

Να αγαπήσει ξανά την ζωή από την αρχή.

Ας ήταν πλέον σε μια ηλικία που αυτά για κάποιους φάνταζαν παιδιάστικα.

Ήθελε το παιδιάστικο στην ζωή του, του έλειπε.

Παρέα του στο ταξίδι, άνθρωποι απλοί αληθινοί, χαμογελούσαν μεταξύ τους.

Στα μάτια τους, στο πρόσωπό τους ξεχώριζες τα συναισθήματα τους.

Σε μια γωνιά στάθηκε να κοιτάζει την απλότητα αυτών των ανθρώπων.

Μια παρέα, μια κιθάρα, ένα τραπέζι στρωμένο με αγαθά της γης, όχι εκείνη την στιγμή δεν ήταν φτωχά, φαίνονταν πλούσια.

Το τραγούδι τους, η παρέα τους, η ένωση των ανθρώπων.

Πολυπόθητο αγαθό.

Κάθισε απέναντί τους, άνοιξε ένα βιβλίο, δεν ήθελε να διαβάσει, να το κρατήσει να απολαύσει αυτό το οποίο δεν είχε κάνει ποτέ.

Στιγμές ηρεμίας, απέναντι σε μια παρέα απλών ανθρώπων που ήξεραν να εκτιμούν το αληθινό και να το κρατούν στην ζωή τους.

Ταξίδευαν να πάνε στην αγκαλιά των όσων αγαπούσαν και ήξεραν ότι τους περίμεναν.

Στις πρώτες ηλιαχτίδες φάνηκε από μακριά η ομορφιά του νησιού.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια