“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Ο πόνος μεγάλωνε ο κόσμος γύρω του δεν υπήρχε είχε σταματήσει να ζούσε, την ήθελε κοντά του εκείνη την στιγμή τίποτα δεν θα τον έκανε ευτυχισμένο τίποτα δεν θα μπορούσε να αναστήσει τον κόσμο που είχε πεθάνει μέσα του.

“Φάντασμα είδες, μάλλον σε πείραξε το ποτό.”

“Δεν ξέρω ξαφνικά, ίσως η κούραση, η αλλαγή, ο άστατος ύπνος, το ποτό, όλα έχουν το τίμημά τους, ξαφνικά ήθελα να ρουφήξω με μια ανάσα τον κόσμο που είχα χάσει, ίσως όλα αυτά με κούρασαν, με δύο ώρες ύπνο όλα θα γίνουν καλύτερα.”

“Κάθισε λίγο, η ώρα πέρασε σε λίγο θα ξημερώσει, θέλω να μιλήσουμε σοβαρά Αλεξ, θέλουμε την βοήθειά σου.”

Ο Αλεξ τον κοίταξε με απορία, ο Φίλιπ είχε μάθει τόσα πολλά για αυτόν δεν ήταν δύσκολο τόσο γνωστός στον χώρο της ιατρικης, με τόσο καλό και έντιμο όνομα, ποιος άλλος θα μπορούσε να μείνει μαζί του.

Τον έβλεπε άλλωστε, χρόνια σ’ αυτό το νησί είχε μιλήσει με τόσο κόσμο, καταλάβαινε πως αυτό που έβλεπε ήταν ένα μεγάλο τραύμα από μια γυναίκα που σίγουρα θα άξιζε πολλά αλλά για κάποιο λόγο.

Δεν του ανέφερε τίποτα, ήξερε πως ένας άντρας μιλήσει θα το κάνει όταν έρθει η ώρα, ο πόνος δυναμώνει την ψυχή αλλά όταν γίνεται αφόρητος τότε πνίγεσαι και πεθαίνεις.

“Θέλουμε, είσαι μαζί με κάποιον, σίγουρα θα πρέπει να μιλήσουμε.”

“Πρέπει να ξεκουραστείς, οι μερες στο νησί που θα μείνεις θα σου πω όλα όσα χρειάζεται να μάθεις.”

Είχε δίκιο σε λίγο πάλι θα έβλεπε την ανατολή από εκείνο το club σηκώθηκε να φύγει

“Άσε τα αποψινά είναι κερασμένα από μένα.”

“Τον ευχαρίστησε, κατέβηκε στο γνωστό καλντερίμι, η θάλασσα αγνάντια να μιλήσουν να πουν τα μυστικά τους, ήταν η πιο καλή παρέα του, η θάλασσα το κύμα και ο γλάρος.

Ηθελε να μείνει μόνος αυτός με την μοναξιά του.

Προσευχήθηκε στον Ποσειδώνα να απαλύνει τον πόνο του να πάρει μακριά ότι τον πονούσε.

Δεν ήθελε εκείνη την στιγμή να την συναντούσε, ήθελε πρώτα να νιώσει καλύτερα, να δεχτεί μέσα του ότι την έχασε και μετά να δεχτεί πως όλα ήταν δικό του φταίξιμο.

Να μάθει για την ζωή της τόσα χρόνια μακριά του πως ήταν.

Έστω και έτσι σαν δύο παλιοί φίλοι να βρεθούν κοντά, να ξαναθυμηθούν τα παλιά.

Μπήκε στο σπίτι, το δωμάτιο είχε μια περίεργη αύρα εκείνη την στιγμή, λες και το επισκέφτηκαν οι νεράιδες της μοναξιάς και του πήραν την μαγεία της ομορφιάς των ονείρων.

Έκλεισε τα παραθυρόφυλλα, ούτε το φως το φεγγαριού, των άστρων, την μαγεία του ήλιου να ξαναφανεί στην ανατολή, όλα είχαν χάσει την μαγεία των ονείρων του, περιπλανήθηκε στην θάλασσα να τα βρει και αυτή τα κατάπιε τα πήρε μαζί της.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια