“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Μια άγνωστη φρόντιζε τον πύργο.

Ανακάλυψε στην Ναταλία τον δρόμο να μπορεί να την επισκέπτεται χωρίς να κινδυνέυει.

Μέσα από ένα μυστικό πέρασμα στην σπηλιά.

Κάποιο μονοπάτι που κανείς δεν το ήξερε οδηγούσε στον πύργο.

“Συγγνώμη που σε τρόμαξα, δεν το ήθελα, να σου συστηθώ με λένε Ιφιγένεια.

Αυτή είμαι στον πίνακα που κοιτάζεις.

Έχω ακούσει για σένα, όλο το νησί μιλάει για μια γυναίκα που χρόνια ήρθε στο νησί, περίμενα να σε συναντήσω αλλά ο Φίλιπ δεν με άφησε.”

Η Ναταλία είχε μείνει να κοιτάζει μια θεϊκή ομορφιά, ξέφυγε από τον πίνακα, στάθηκε μπροστά της και της μιλούσε, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι έβλεπε, κανείς και ποτέ δεν της είχε μιλήσει ότι στον πύργο έμενε κάποιος.

Άλλωστε θα ήταν αδιάκριτη να ρωτήσει.

Με τόσα θέματα που είχε να ασχοληθεί δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος να μάθει, της έφτανε όσα γνώριζε.

Δεν υπήρχε λόγος να σκαλίσει το παρελθόν μιας κοπέλας που μόνο καλό έδωσε και καταδίκασε την ψυχή της να ζήσει μακριά από κάθε γήινη απόλαυση.

Να φτιάξει οικογένεια, να ζήσει μια όμορφη ζωή, να ταξιδέψει.

Είχε τα πάντα και τα αρνήθηκε.

Σεμελη – Αρτεμις – Χρυσιήδα – Θαλεια

“Ο Φίλιπ, ξέρεις τον Φίλιπ.” Μπόρεσε και ψέλλισε η Ναταλία.

“-Ναι, συνεχίζει και κάνει εξερευνήσεις, δεν έχει έρθει ποτέ μέχρι εδώ, στον πύργο, μόνο εσύ τα κατάφερες, πίστευα στην δυναμή σου ήξερα ότι θα ερχόσουν.

Η μητέρα μου και ο πατέρας μου είναι στα άλλα δύο πορτρέτα που κοιτούσες.

Η Θάλεια, ήταν η μητέρα μου, ο πατέρας μου ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος, καθηγητής έρευνας σε κάποιο πανεπιστήμιο στο εξωτερικό.

Πίστεψε στην μητέρα μου, είχε διαβάσει πολλές έρευνες πάνω σε ανθρώπους που έχουν κάτι το διαφορετικό.

Η μητέρα μου είχε όχι μόνο έντονη διαίσθηση, αλλά ταυτόχρονα δαισθανόταν και αντιλαβανόταν ότι οι άλλοι δεν έβλεπαν.

Δεν είχε κάποιον να μπορέσει να την καταλάβει.

Η διαισθητή της σαν κάψιμο στο μέρος της ψυχής της, την έκανε να αισθάνεται ότι κάτι θα συμβεί, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν αυτό ήταν για καλό ή κάτι που θα αναστάτωνε τους αγαπημένους της, ανυσηχούσε πολύ.

Το ένστικτό της έντονο, όπως των πλασμάτων της φύσης που μόνο από ένστικτο οδηγούνται στην ζωή τους, έτσι ήταν η μητέρα μου, η Ιφιγένεια είχε το άγριο ένστικτο, αυτό το κάψιμο – οδηγός – της ψυχής.

Στην αρχή την δυσκόλεψε σαν παιδί, δεν μπορούσε να το διαχειριστεί.

Ταυτόχρονα με όνειρα, της έδειχναν μέρη όμορφα και συνάμα βρισκόταν σε κάποια άλλη εποχή, την βασάνιζαν, τι ήθελαν να της πουν.

Ήταν και ο λόγος που έφυγε από την χώρα, ήθελε να διαβάσει να μάθει, ήξερε ότι την λογική πλευρά των πραγμάτων, αλλά αυτό που της συνέβαινε ήταν κάτι παραπάνω από λογική.

Όταν ήρθε στον πύργο αλληλογραφούσε με τους καλύτερους δασκάλους της εποχής.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια