“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Διάβασε το όνομα, Ιφιγένεια.

Την κοπέλα την έλεγαν Ιφιγένεια.

Της θύμισε την θυσία της Ιφιγένειας, το ονομά της πολύ ισχυρό , κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, θυσιάστηκε στην Αυλίδα στην θεά Αρτεμις, η ίδια η θεά την έκανε ελάφι για να την σώσει και ιερειά της στον ναό της.

Πόσο της άρεσε η μυθολογία, πόσες ιστορίες είχε διαβάσει.

Η κοπέλα στον πίνακα τόσο όμορφη, λευκό δέρμα, σκούρα μαύρα μαλλιά, πράσινά μάτια, όμοια θεϊκή η ομορφιά της.

Πραγματικά δεν είχε δει ποτέ τόση ομορφιά σε γυναίκα, είχαν δίκιο στο νησί που την περιέγραφαν “κορίτσι των θεών”..

Της έκανε εντύπωση οι δυο πίνακες ακριβώς δίπλα στο πορτρέτο της όμορφης κοπέλας.

Ένα μικρό κοριτσάκι στην μέση και δίπλα ένας άντρας.

Τι άραγε μπορούσε να είχε συμβεί σ’αυτόν τον πύργο, στον τόσο απομονωμένο από την χώρα του νησιού, σε μια τόσο δύσβατη περιοχή, δεν υπήρχε δρόμος να μπορέσεις να πας παρά μόνο από την θάλασσα, ίσως με κάποια βάρκα.

Αλλά πως μπορούσαν και μετέφερανν προμήθειες, τρόφιμα ή ότι άλλο χρειαζόταν.

Πως κατάφεραν να ζήσουν δυο γυναίκες μόνες τους σε ένα τόσο άγριο τοπίο βράχου και θάλασσας.

Ο άνεμος λυσσομανούσε, αδίστακτος μαστίγωνε το τοπίο γύρω του.

Δεν μπορούσες να ξεμυτίσεις, να βγεις από τον πύργο έξω παρά μόνο όταν ο ανεμος κόπαζε.

Το χειμώνα πως επέζησαν, μήνες θα έμεναν κλεισμένες μέσα.

Ο αέρας, η βροχή, θα τις σκότωνε αν ξεμυτούσαν έστω και λίγο από την πόρτα.

Πως μπορούσαν να είναι όλα τώρα τόσο τακτοποιημένα, δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει σε ένα πύργο που κανείς δεν έχει επισκεφτεί πάνω από μισό αιώνα.

Ένα μικρό σύρσιμο της πόρτας την έβγαλε από τις σκέψεις και τις αναζητήσεις του μυαλού της..

Πίστεψε ότι ήταν ο άνεμος, αισθάνθηκε όμως μια παρουσία δεν ήταν μόνη της.

Γύρισε και είδε μια νεραίδα, μια γυναίκα σαν να έφυγε από τον παράδεισο και απομονώθηκε σε αυτό το έρημο μέρος συντροφιά με την θάλασσα, τον ουρανό, τον βράχο και τον άνεμο.

Η Ναταλία δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, έμεινε να κοιτάζει αυτό το πανέμορφο πλάσμα που έμοιαζε με νεράιδα της θάλασσας, λες και της πήρε την φωνή της έκλεψε τα λογικά.

Τον πυργο αφού έφυγε από την ζωή αυτή η όμορφη κοπέλα στο νησί κανείς δεν τον επισκέφτηκε.

Φοβήθηκαν τα φαντάσματα των δύο κοριτσιών που κατοικούσαν εκεί.

Λέγαν ότι οι δύο κοπέλες που έβλεπαν το βράδυ στο νησί ήταν αυτές, ερχόντουσαν ανάμεσα στους ανθρώπους για να μπορέσουν να ζήσουν ότι στερήθηκαν όταν ήταν στην ζωή.

Έψαχναν για τον έρωτα, για την αγάπη, δεν άντεχαν την μοναξιά τους, η μοίρα τους ήταν να ζωντανεύουν τις νύχτες και να κυκλοφορούν ανάμεσά τους.

Κανένας όμως δεν μπορούσε να τις αναγνωρίσει γιατί με τα χρόνια είχαν αλλάξει στην όψη τους, έτσι μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερες ανάμεσά τους.

Αλλωστε δεν υπήρχε λόγος να πάει κανείς στο σημείο των βράχων.

Ήταν τόσο δύσκολο, το άφησαν έτσι απλά για την ιστορία του νησιού, δεν λεηλατήθηκε ποτέ από άνθρωπο, σε σεβασμό της οικογένειας που άφησε όλη την περιουσία στο νησί αλλά σε σεβασμό της κοπέλας με την υπέροχη ομορφιά της ψυχής.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια