“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Βγαίνοντας από την σπηλιά δύο διάφανες γυναικείες φιγούρες, μόλις που μπορούσες να τις ξεχωρίσεις, χάθηκαν στον γαλάζιο ορίζοντα της θάλασσας.

Ο Φίλιπ και η Ναταλία κοιτάχτηκαν ήταν σίγουροι πλέον για τον μύθο που ακουγόταν στο νησί.

Μόνο μια αθώα ψυχή ενός παιδιού θα μπορούσε να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο. Αυτόν που έψαχναν, ήταν οι αρχαίες θεότητες που μπορούσαν να ξεχωρίσουν την αθωότητα της παιδικής ψυχής και να επικοινωνήσουν με τον πραγματικό κόσμο.

Πρώτη φορά ίσως να γινόταν αυτό.

Η Δανάη δεν ήταν τυχαίο παιδί, ήταν ένα παιδί που έζησε για να μπορέσει να γνωρίσει μέσα από την αθωότητα τον καλά κρυμμένο κόσμο του βυθού.

Ήταν το παιδί ενός μεγάλου έρωτα που μετά από κίνδυνο και μεγάλο αγώνα έζησε να φέρει την ευτυχία και την ελπίδα.

Η Ναταλία έσφιξε με δύναμη στην αγκαλιά της την κορη της.

Δεν πίστευε πως ήταν τόσο τυχερή.

“Μαμά όταν ήσουν στην αυλή άκουσα ένα όμορφο τραγούδι που με καλούσε

Ήταν τόσο όμορφο, ακολούθησα το δρόμο του φεγγαριού, έτσι μου είπαν.

Να μην το πω σε κανέναν, αισθάνθηκα ότι με προστάτευαν.”

“Το ίδιο θα έκανα και εγώ μικρούλα μου.

Θα ακολουθούσα το δρόμο του φεγγαριού για να φτάσω στην άκρη του δρόμου του να βρω τα μυστικά του!

Έλα θα σου πω μια όμορφη ιστορία, την διάβασα τελευταία και μου άρεσε πολύ.

Ήθελα να στην διηγηθώ, περίμενα τον κατάλληλο χρόνο, μετά συνειδητοποίησα ότι δεν έρχεται ποτέ για αυτό ότι έχουμε να κάνουμε πρέπει να το ακολουθούμε την στιγμή που γεννιέται μέσα μας.”

Ο Φίλιπ αισθανόταν ότι ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο, μπορεί η ζωή να του στέρησε κάποιους που αγαπούσε τόσο πολύ, ίσως να είχε τον λόγο της.

Του έστειλε όμως μια φίλη που όμοιά της δεν θα υπήρξε ποτέ και ένα κοριτσάκι που τον αγαπούσε.

Εκείνη την στιγμή συνειδητοποιούσε ότι όλη του η ζωή είχε αλλάξει, ζούσε σε ένα παράδεισο και δεν τον έβλεπε, είχε τα πάντα, την δουλειά του την έρευνα του, έναν παράδεισο σ’ ένα νησί χαμένο στο χαρτί.

Το ζούσε τόσο καιρό, δεν το καταλάβαινε.

Η καρδιά του ηρέμησε ξαφνικά.

Περπατούσαν δίπλα στην θάλασσα χαμογελούσαν και όλα ήταν δικά τους,

Ο ήλιος θα έβγαινε σε λίγο.

“Θα καθίσουμε στην αυλή, θα πάρουμε ένα καλό πρωινό, θα σας πω το ωραιότερο μύθο που άκουσα ποτέ.”

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια