“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας κάποιος είχε ζωγραφίσει με κάθε λεπτομέρεια ένα πανέμορφο νησί, χαμένο σε μια άγνωστη γωνιά της θάλασσας.

Μόνο του στεκόταν εκεί λες και τον περίμενε.

Σκέψεις η μία μετά την άλλη.

“Και αν προχώρησε, τον ξέχασε;

Δεν θα το έκανε την ήξερε καλά, τα αισθήματά της ήταν αληθινά.

Δεν θα μπορούσε να προχωρήσει, η ψυχή της του είχε δοθεί.

Δεν του έγραψε ποτέ τι έκανε στην ζωή της.

Και αν δεν είναι μόνη τι ζητάει αυτός εκεί.

Αρκεί να την δει, να αισθανθεί την ψυχή της, να ακούσει ένα λόγο της.

Μια τρυφερή μελωδία ενός τραγουδιού, να ταξιδέψει μαζί της.

Κάθε τον έκανε να πετάει στον γαλάζιο ουρανό, παρέα με τις χρυσοτάξιδες ηλιαχτίδες.

Όταν τον έπαιρνε τηλέφωνο, όταν του ψιθύριζε στο αυτί λόγια μοναδικά, ένιωθε σαν μικρό παιδί.

Δεν θα μπορούσε καμμία να πάρει την θέση της στην καρδιά του, στον κόσμο η μία και μοναδική γυναίκα που είχε γεννηθεί για αυτόν να τον καταλαβαίνει.

Να κλέβει όσο χρόνο είχε και να πετάει σε ορίζοντες μακρινούς, να τους προσπερνάει να βρίσκει διεξόδους στην καθημερινότητα του.

Αυτό του ήθελε, τον ήλιο στην ζωή του, την “ηλιαχτίδα” του.

Ένα γράμμα, τα λόγια τρυφερά γεμάτα αγάπη:

“Είμαι εδώ θα σε περιμένω πάντα.

Ξέρω ότι θα έρθεις.

Θα έρθεις για να φύγεις.

Δεν μπορείς να αιχμαλωτιστείς.

Αλλά είσαι ο μόνος άντρας που με άγγιξε.

Δική σου για πάντα “

Λόγια που τον έκαναν να την ψάξει να την θυμηθεί.

Να θυμηθεί την αγάπη της.

Το πλοίο έφτανε στον προορισμό του, έπιανε λιμάνι σιγά-σιγά.

Τα αστέρια στον ουρανό άρχισαν να χάνουν την λάμψη τους.

Το φεγγάρι έφτασε στην δύση του.

Είχε μείνει να κοιτάζει την θέα, να τον παρασύρει, να τον μαγεύει να τον ταξιδεύει.

Τα φώτα στο νησί χάνονταν στην θάλασσα.

Έδιωχναν την ομορφιά της νύχτας, άφηναν τις ακτίνες του ήλιου να το λούσουν μεσοπέλαγα.

Ήθελε να το γνωρίσει, να περπατήσει ανάμεσα στους ψαράδες.

Να τον αγκαλιάσει η πρωινή αύρα της θάλασσας.

Αγνοούσε κάθε τέτοια ομορφιά μέχρι εκείνη την στιγμή.

Πόσα ανάμεικτα, πρωτόγνωρα συναισθήματα.

Πάντα μπροστά σ’ έναν υπολογιστή, σε ταξίδια άψυχα, συγγράμματα, λέξεις άδειες από συναισθήματα, χοροπηδούσαν στην καθημερινότητα του.

Θεωρούσε χάσιμο χρόνου ότι τον αποσπούσε από την επιστήμη του, χανόταν πάντα σε ένα γραφείο να δουλεύει με τις ώρες.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια