“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Μέσα από τα βιβλία του έβλεπε τα όνειρα του.

Όνειρα που μεγάλωναν και απαιτούσαν περισσότερα.

Όλα έχουν το τίμημα τους, την μοναξιά στο κυνήγι της δόξας και του χρήματος.

Ένα μεγάλο γραφείο στο κέντρο της πόλης, είχε γίνει το σπίτι του τα τελευταία χρόνια.

Η πολυτελέστατη βίλα του στα προάστια της πόλης είχε ερημώσει.

Ένα γραφείο από όμορφα έπιπλα, φερμένα από το εξωτερικό.

Διαμορφωμένος χώρος από τους πιο γνωστούς αρχιτέκτονες.

Ένα μικρό διαμέρισμα στην πόλη το κρατούσε από τότε που ήταν με την μεγάλη του αγάπη. Την αγάπη που σημάδεψε την ψυχή του και την καρδιά του.

Μετά τον χωρισμό του με την Ναταλία, προτίμησε να μείνει μόνος.

Την εξοχική βίλα στα προάστια, την αγόρασε να ξεφεύγει από τον πνιγμό των συναισθημάτων μιας απουσίας που γέμιζε θλίψη την καρδιά του.

Μεγάλους κήπους, λουλούδια, που ονειρευόταν και ήθελε εκείνη.

Είχαν φτιαχτεί ακριβώς όπως του το περιέγραφε.

Όπως ήθελε και το φανταζόταν η ίδια να γίνουν.

Ο ίδιος ευχόταν κάποια μέρα να γυρίσει, να ζήσουν ότι είχε μείνει στη μέση.

Μάταια την περίμενε κάθε βράδυ στο διαμερισμά τους.

Πίσω από την κουρτίνα κοιτούσε το σκοτεινό δρομάκι της πόλης μήπως φανεί.

Μόνο φαντάσματα του παρελθόντος τον επισκεπτόταν και ένας πόνος.

Βαθιά, σαν σπαθί να του σκίζει η μοναξιά άσπλαχνα την ψυχή, να αιμορραγεί τόσο που ο θάνατος στεκόταν να τον πνίξει στο σκοτάδι του.

Τίποτα δεν ικανοποιούσε την απουσία της.

Γύρισε στο διαμέρισμα του και όλα του την θύμιζαν.

Κοντά του ο αδελφικός του φίλος.

Τι θα έκανε χωρίς αυτόν.

Είχε προχωρήσει πολύ η ώρα, ένα δυνατό χτύπημα διέκοψε τις σκέψεις του.

Το αεράκι ερχόταν μακριά από το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας.

Έφερνε μυστικά, ψιθύριζε λόγια όμορφα, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το νόημα τους.

Σαν να ήθελε να του αποκαλύψει μια ιστορία κρυμμένη καλά σ’ αυτό το νησί.

Παρακολουθούσε μια παρέα από γλάρους που πετούσαν κοντά του.

Είχε σταθεί αρκετή ώρα να τους θαυμάζει.

Ελεύθεροι στον γαλάζιο ουρανό, στην πλανεύτρα θάλασσα.

Ελεύθεροι να πηγαίνουν όπου αυτοί ήθελαν.

Κάποιος ξέφυγε από την παρέα του και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.

Πέταξε γύρω από το μικρό μπαλκόνι, έκανε μια βουτιά στην θάλασσα, στάθηκε στο μικρό βραχάκι.

Σαν να ήθελε να εξερευνήσει τον χώρο, να νιώσει ασφαλής.

Ο Άλεξ στάθηκε ακίνητος.

Παρακολουθούσε το επιβλητικό παιχνίδι του γλάρου που προσπαθούσε να του αποσπάσει την προσοχή .

Λες και τόση ώρα κάτι ήθελε να του πει.

Πέταξε λίγο μακριά χάθηκε στον ορίζοντα.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια