“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Το τηλέφωνό του χτύπησε, τραβήχτηκε σε μια γωνιά.

Τι ήταν αυτό το περίεργο τηλεφώνημα μέσα στην άγρια νύχτα.

Σίγουρα δεν ήταν από γυναίκα.

Κάθησε να απολαύσει την θέα της νύχτας, πόσο σε πλάνευε η θάλασσα, σε έπαιρνε κοντά της, δεν μπορούσες να της ξεφύγεις.

Πόσα μυστικα έκρυβε στον βυθό της.

Σαν να μάγευε τα πλάσματα του βυθού να έρθουν κοντά σου.

Η μουσική είχε κάτι το διαφορετικό δεν ήταν η jazz που είχε ακούσει το πρωί.

Σαν να καλούσε τα πνεύματα της θάλασσας να έρθουν κοντά σου.

Δεν είχε τύχει να την ακούσει πουθενά.

Μάγευε και τον ίδιο, άρχισε να ταξιδεύει πάλι ακούγοντας το υπέροχο τραγούδι που έπαιζε εκείνη την στιγμή, του θύμιζε κάτι από τα χρόνια στο πανεπιστήμιο, ανέμελα χρόνια γεμάτα έρωτα και σκιρτήματα καρδιάς.

“Που ταξιδεύεις πάλι γιατρουδάκο;”Ένα χτύπημα στην πλάτη φιλικό.

“Εδώ θα γνωρίσεις την ζωή, τα θαύματα που έχει, θα αγαπήσεις και θα αγαπηθείς.

Μείνε γιατρουδάκο, μείνε εδώ άλλωστε χρειαζόμαστε έναν μορφωμένο άνθρωπο σαν και σένα.

Η ζωή στο νησί δύσκολη, προσεύχεσαι πάντα να μην συμβεί κάτι σοβαρό σε κάποιον κάτοικο, δεν υπάρχει τρόπος να την γλυτώσεις.

Πάλι καλά που έχουμε το μικρό ιατρείο.

Γιατρό δεν έχουμε, γίναμε οι ίδιοι γιατροί για να σώσουμε και να σωθούμε.

Του μιλούσε λες και τον περίμενε, δεν καταλάβαινε πολλά, αλλά ήταν πολύ φιλικός.

“Το τηλεφώνημα που μας διέκοψε, σύντομα θα γνωρίσεις τον άνθρωπο αυτό.

Η τύχη μας τον έφερε εδώ, μένει στο νησί χρόνια.

Δεν νομίζω στους κύκλους που κινείσαι να έχεις συναντήσει τέτοιον άνθρωπο.”

Μια βραδιά αινιγματική τον κράτησε να πίνει μέχρι τα χαράματα.

Ο Φίλιπ άρχισε να γίνεται ο δικός του άνθρωπος.

Έπιασε τον εαυτό του να αλλάζει.

Ο κόσμος που τον περιστύχιζε τόσο καιρό έμοιαζε κάτι το μακρινό.

Ήθελε να μένει μόνος του.

Η παρέα του καινούργιου του φίλου και οι συζητήσεις του εξίταραν την φαντασία και το το ενδιαφέρον.

Ήθελε να τον γνωρίσει, να τον καταλάβει, να μάθει τα μυστικά του.

Χαράματα πήρε τον δρόμο για το σπίτι του, τα κύματα του κρατούσαν συντροφιά.

Τι μυστικά από τον βυθό να έφερναν άραγε, ποιος θα μπορούσε να ξεχωρίσει μέσα στο τραγούδι τους, τα λόγια τους.

Ψίθυροι πολλοί, σαν να του μιλούσαν.

Δεν έδωσε σημασία, ίσως το ξενύχτι και τα δύο-τρία ποτηράκια να τον έκαναν να φαντάζεται πράγματα που δεν υπήρχαν.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια