“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

4.1.2 Κίνδυνος από λάθος

Ο Φίλιπ παίρνει την Ναταλία αργά την νύχτα στο κινητό.

Βγαίνει για λίγο έξω μαζί του.

Η μικρή ξυπνάει, ψάχνει να την βρει.

Χάνεται.

Δυο περίεργες ντυμένες γυναίκες την αφήνουν στην αγκαλιά της και εξαφανίζονται.

Της έγραφε ένα γράμμα να είχε κάτι από αυτή, δεν ξέρεις πως πραγματικά μπορεί να εξελιχθεί η ζωή σου.

Θυμήθηκε εκείνο το βράδυ.

Πάγωσε στην ανάμνηση αυτής της σκηνής που της έπαιξε η ζωήστα ζάρια.

Ήταν πολύ αργά, έπρεπε να τελειωσει μια εργασία, το τηλέφωνο του Φίλιπ την διέκοψε.

“Μπορείς σε παρακαλώ να βγεις λίγο έξω, χρειάζομαι κάποιον να μιλήσω, είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπορώ να εμπιστευτώ και να με καταλάβεις.”

Είχαν μοιραστεί πολλά, εκείνη την στιγμή ο καλύτερος της φίλος την χρειαζόταν.

“Έλα στην αυλή όπως κάθε φορά, θα καθίσουμε στο σκαλοπάτια, το ξέρεις θα είμαι πάντα δίπλα σου στην μοναξιά σου.

Σε περιμένω.”

Έκλεισε η γραμμή, η Ναταλία ήξερε πως δεν ήταν για δουλειά, τον βασάνιζαν τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Μια γυναίκα που λάτρευε και ένα παιδί που δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον κόσμο.

Τουλάχιστον αυτή τα είχε όλα, ήξερε ακόμη που θα μπορούσε να βρει τον Άλεξ της.

Είχε το παιδί τους.

Στάθηκε πολύ εγωίστρια απέναντι τους.

Οι αποφάσεις της και οι πράξεις της δικές της, δεν άφησε χώρο στα θέλω του αγαπημένου της, ένα παιδί που δεν θα μεγαλώσει κοντά στον πατέρα του.

Θα στερηθεί ο ένας τον αλλον.

Την διέκοψε από τις σκέψεις της το απαλό χτύπημα στο παράθυρο της αυλής.

Ο Φίλιπ ήταν απ’ έξω.

Κοίταξε το κοριτσάκι της κοιμόταν ήσυχο στο διπλό κρεβάτι, σε βαθύ ύπνο.

Ήταν σίγουρη ότι στα όνειρά της είχε συντροφιά πλάσματα όμορφα, ξωτικά, νεράιδες, γοργόνες, Ιππόκαμπους, έτσι της είχε μάθει να ζει και να φτιάχνει τα πιο ωραία όνειρα.

Όπως θα ήθελε να ήταν η ζωή της στο μέλλον.

Γλίστρησε ήσυχα από το δωμάτιο, στάθηκε στην πόρτα δίπλα στον Φίλιπ.

“Τι έπαθες;” Tον ρώτησε, ανησύχησα.

“Ξαναγύρισαν οι εφιάλτες, ήμουν μόνος, δεν έχω άλλη δύναμη Ναταλία.

Έρχονται και φεύγουν, μου κλέβουν την ψυχή, καλύτερα να ήμουν και εγώ μαζί τους στο αυτοκίνητο.

Αρχίζω να πίνω, το υποσχέθηκα στις αδικοχαμένες μου αγάπες θα το σταματήσω, μιλάω με φαντάσματα.

Μετά μελετάω τα έγγραφα που ήρθαν από το Πανεπιστήμιο.

ΣΣ Τον τελευταίο καιρό πνίγομαι.

Έχω εσένα, συγγνώμη για την περασμένη ώρα άλλα ξέρω, τον σκέφτεσαι κοιμάσαι λίγο.

Ανησυχείς για το παιδί το μέλλον του, ούτε εσύ κοιμάσαι.

Η Ναταλία του έπιασε απαλά το χέρι.

Σαν να του έλεγε σε “νιώθω”.

Αφήνοντας κάθε συναίσθημα, αγάπης και αληθινής φιλίας να τον περικυκλώσει.

“Σταμάτα δεν έχει νόημα, ξέρουμε και οι δυο πολύ καλά την ανάγκη να στηρίζει ο ένας τον άλλον.

Ορκιστήκαμε να μείνουμε φίλοι.

Μην μου απολογείσαι.

Περίμενε να δω το παιδί, θα καθίσουμε εδώ μέχρι να νιώσεις καλύτερα.”

“Φίλιπ σε χρειάζομαι, το παιδί λείπει και η μπροστινή πόρτα είναι ανοιχτή.”

Η Ναταλία έτρεξε στην αυλή.

“Δεν γίνεται να συμβαίνει αυτό, όλα ήταν ασφαλή.”

Κατέβηκαν γρήγορα στην θάλασσα αναζητώντας το κοριτσάκι της.

“Με ψάχνει Φίλιπ μέσα στον ύπνο της, δεν μας άκουσε στην αυλή.”

Περπάτησαν μέχρι την θάλασσα

Δεν υπήρχαν ίχνη της

“Δανάη που να είσαι;” Φώναξε.

“Δανάη σε χρειάζομαι μην φύγεις.”

Ο Φίλιπ δεν μπορούσε να κάνει κάτι για μια μάνα που έψαχνε απεγνωσμένα την μικρή της κόρη.

“Φίλιπ δεν μου το έχει κάνει ποτέ αυτό.”

Ένιωσε ακόμα περισσότερες ενοχές ο Φίλιπ απέναντι στην φίλη του.

Το ξημέρωμα πριν τα άστρα σβήσουν στον ουρανό, στο πέρασμα των βράχων εκεί που ήταν καλά κρυμμένη η σπηλιά, τους οδήγησαν τα βήματα τους.

Απογοητευμένοι και οι δύο από μια δύσκολη αναζήτηση, ένιωθαν υπεύθυνοι.

Ότι τους προβλημάτιζε μέχρι πριν λίγες ώρες, φαινόταν ασύμαντο μπροστά στην πραγματικότητα που αντιμετώπιζαν.

Το κοριτσάκι της φίλης του, η κόρη που απέκτησε ξαφνικά όταν η μοίρα θέλησε να δώσει στην ζωή χαρά, ευτυχία, κάποιες ώρες αγνοείται η τύχη του.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια