“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Περήφανη κοίταξε έναν γνωστό άνθρωπο να παλεύει να δώσει σ’έναν συνάνθρωπο πίσω την ζωή του, ήταν εκείνος που αγαπούσε και λάτρευε μια ζωή.

Ένας άνθρωπος από το παρελθόν που είχε γίνει σημάδι της ψυχής της, ένα σημάδι που την έκανε συντρίμμια.

Όταν ξεπέρασε το πρώτο σοκ της συναντήσης τους, γύρισαν οι σκέψεις ανάποδα στον άνεμο της καρδιάς που αναζητούσε τόσα χρόνια να ταξιδέψει την αγάπη σε λάθος αγκαλιά.

“Θα προχωρήσω μόνη μου, όπως τόσα χρόνια, οι σκέψεις δεν βοηθούν οι αναμνήσεις όμορφο δωρο της καρδιάς, δεν θα μάθει ποτέ για ένα παιδί που ήταν δώρο ζωής για έναν έρωτα που μέχρι την στιγμή που τον είδε την βασάνιζε.

Θα με έψαχνε, θα με έβρισκε, θα με αναζητούσε.

Δεν θα ξαναγλυστρίσω σε μια αγκαλιά που με πόνεσε τόσο.

Όλα ψέματα, κάποιος που αγαπάει ψάχνει να σε βρει, δεν αφήνει τα χρόνια να περάσουν.

Σαν να ξεκαθάρισε εκείνη την στιγμή η ζωή της, έβλεπε όλα γύρω της διαφορετικά.

Έφυγε η μελαγχολία της αναζήτησης των ονείρων της.

Έβλεπε την θάλασσα και την λάτρευε, άκουγε μαγικά το αεράκι που έφερνε ακούσματα του βυθού.

Χάιδευε απαλά το δέρμα της, τα μαλλιά της ανέμιζαν σκορπίζοντας το άρωμα τους.

Το δάσος της φάνηκε σαν να της μιλούσε.

Οι πευκοβελόνες, ο αγέρας της θάλασσας, τρύπωνε ανάμεσα τους και τους μιλούσαν και αυτές της τραγουδούσαν από την ευτυχία τους που τις δροσιζε και το χορό που τους χάριζε.

Έπαιζαν κρυφτό με την θάλασσα.

Ένα παιχνίδι που είχε ξεχάσει πως ήταν το αγαπημένο της, από μικρή να κρύβεται πίσω από τα βράχια και να προσπαθεί να ακούσει το κύμα της και τα μυστικά που έφερνε από έναν κόσμο που πάντα ονειρευόταν και ήξερε καλά ότι υπήρχε.

Γοργόνες της θάλασσας και θαλασσοπούλια.

Περπατούσε πίσω από τα δέντρα, κρυβόταν μέσα στο πράσινο και ξαναεμφανιζόταν, το αεράκι της έστελνε μια φρεσκάδα στο δερμα της να μην καεί από τον ήλιο του καλοκαιριού.

Περπάτησε πολύ ώρα ακούγοντας το πρωινό κελάηδημα των πουλιών ρουφώντας τα αρώματα του δάσους, έφτασε μέχρι τέλος στα βράχια, είχαν γίνει κοφτερά με τα χρόνια.

Κάποια σημεία τους η θάλασσα τους είχε φέρει λίγο άμμο για να μπορέσει να γλυκάνει το τοπίο και κάποιον σαν και αυτήν που αναζητούσαν το παιχνίδι των βράχων να περπατήσει πάνω σε κάποια σημεία να μπορέσει να απολαύσει το χάδι στα πόδια της από το κύμα.

Τι όμορφο παιχνίδι, αυτή η θάλασσα, το κύμα, ο γλάρος της, ο ήλιος που τρύπωσε βαθιά στην ψυχή της ηλιαχτίδας, να της φέρουν φως.

Και κατάφεραν και έφεραν φως αναμνήσεων.

Ότι αγαπήθηκε τόσο το αφήνεις στο πιο γλυκό σημείο της καρδιάς σαν μια ανάμνηση που σε κάνει να χαμογελάς ευτυχισμένη.

Ήταν ευτυχισμένη εκείνη την στιγμή.

Το φάντασμα που είχε καλύψει τα πάντα εξαφανίστηκε

Μια διαμαρτυρία της ψυχής, ένα δάκρυ για το άγγιγμα που ένιωσε τόσα χρόνια και έζησε μαζί του, πόνος για το βαθύ σημαδι που της αφησε για να θυμάται το μοναδικό του άγγιγμα ψυχής.

Σσσς Κρατούσε τα παπούτσια της στα χέρια και χόρευε με τα κύματα ευτυχισμένη.

Για πρώτη φορά ένιωσε ελεύθερη, σφύριξε στον γλάρο της, δεν την άφηνε ποτέ μόνη, έβγαλε τα ρούχα της κολύμπησε στα βαθιά νερά της ήρεμης θάλασσας, αφέθηκε στην αγκαλιά της.

Την χάιδεψε απαλά με τα κύματα της και το γλυκό τραγούδι του ανέμου ταξίδευε πέρα μακριά εκεί που δεν μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι υπάρχει

Έφτασε μπροστά στη βίλα κάποιος ήταν εκεί, γνωστό ανάστημα, γνώριμο περπάτημα, κινήσεις που ήξερε και θυμόταν πολύ καλά.

Στάθηκε να κοιτάζει για λίγο να πιστέψει πως ήταν αυτός, μα γιατί πριν από λίγα λεπτά ορκίστηκε ελευθερία στην ψυχή της.

Η βίλα χτισμένη στο πιο απόμακρο μέρος του νησιού, περιτριγυρισμένη από μια μεγάλη έκταση γης.

Πολλοί, χρόνια ήθελαν να την αγοράσουν αλλά αυτή έψαχνε το κατάλληλο και φαίνεται ότι βρέθηκε.

Για κάποιο λόγο όσοι ήθελαν κάτι συνέβαινε και ακύρωναν την αγορά.

Περιτρυγιρισμένη από κήπους, δέντρα, λουλούδια, πράσινο.

Φάνταζε λες και θα ζούσες σε ένα επίγειο παράδεισο.

Το πράσινο έφτανε μέχρι εκεί που το κύμα της θάλασσας αγκαλιάζει την στεριά.

Μικρά μαρμάρινα σκαλοπατάκια οδηγούσαν στο εσωτερικό ενός κήπου που σε μάγευε από την ομορφιά του.

Τα τριαντάφυλλα πάντα ανθισμενα μοσχοβολούσαν, τα μεγάλα αιωνόβια πεύκα σκίαζαν κάποιο σημείο του κήπου και μπορούσες να καθίσεις να προφυλαχτείς από τον ήλιο και να ταξιδέψει το βλέμμα σου όσο μακριά μπορούσε.

Η είσοδος εντυπωσιακή, τα μεγάλα μαρμάρινα σκαλοπάτια σε οδηγούσαν σε μια υπέροχη αυλή.

Κολώνες κρατούσαν το μεγάλο μπαλκόνι και τα σκαλοπάτια δεξιά και αριστερά της αυλής σε ανέβαζαν πάνω στο πιο ψηλό σημείο του σπιτιού στο μπαλκόνι για να θαυμάσεις ακόμα πιο πολύ το γαλάζιο της θάλασσας που άλλαζε στη απεραντοσύνη της, σε βαθύ μπλε που όσο μακραίνει το βλεμμα γίνεται μωβ βαθύ.

Προχώρησε αργά διστακτικά

Είχε πάρει την απόφαση της, δεν θα γύριζε πίσω, το άγγιγμα ψυχής έγινε βαθύ σημάδι, έκλεισε, τίποτα δεν θα μπορούσε να το αιμοραγίσει, είχε πλέον το αντίδοτο του, υπόσχεση μιας ελεύθερης ψυχής.

Δεν θα την άφηνε να αιμοραεί, υποσχέθηκε να την αφήσει να πετάξει ελεύθερη.

Πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια σε ένα σημείο που δεν θα μπορούσαν να φανταστούν και οι δυο.

Ίσως η μοίρα το διάλεξε για μια καινούργια αρχή.

Καινούργια σε τι ;

“Κάθε στιγμή σε οδηγεί σε έναν παράδεισο.

Θα θελα να μουν βράχος στην αγκαλια της θάλασσας να ονειρεύομαι και να ταξιδεύω μαζί της. “

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια