“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Μόνη τόσο δεν είχε αισθανθεί ποτέ, ήξερε θα πήγαινε στον Φίλιπ, εκείνος πάντα δίπλα τους.

Δεν είχε συναντήσει ποτέ τόσο αξιόλογο άνθρωπο, που έγινε ο φίλος της καρδιάς της.

Δεν της ζητούσε τίποτα παρά μόνο λίγη συντροφιά να μπορεί να μιλήσει να εμπιστευτεί και αυτός ότι τον άγγιξε.

Αυτή του είχε ζητήσει να τον βοηθήσει στην εύρεση των αρχαίων και αυτός το δέχτηκε με καλοσύνη και ιδιαίτερη χαρά, ήξερε ότι θα την έβγαζε από τις σκέψεις της απουσίας σε ότι είχε χάσει, ένας νέος τρόπος ζωής που θα της έδινε την ευχαρίστηση για μάθηση αλλά ταυτόχρονα θα έκανε ότι ονειρευόταν.

Ναι θα πήγαινε να τον βρει, ήταν μόνος, θα του μιλούσε για πολλοστή φορά για τον πόνο της ψυχής της, αισθανόταν την μοναξιά εκείνη την στιγμή να εισβάλει στο δωμάτιο και να πυρπολεί κάθε σημείο της ψυχής της.

΄Εριξε κάτι πρόχειρο στους ώμους, τράβηξε την πόρτα δυνατά, δεν κοίταξε πίσω νόμιζε ότι θα την κυνηγούσε η μοναξιά και τα συναισθήματα.

Κατηφόρισε το μικρό πλακόστρωτο δρομάκι, βγήκε στην παραλία, το κύμα αγριεμένο χτυπούσε πάνω στα βράχια, τα τραυμάτιζε.

Από νωρίς είχε ένα αεράκι που όλο δυνάμωνε.

Ίσως να της αγρίευε την ψυχή, να της θύμιζε νύχτες του χειμώνα που ήταν μαζί του.

Πόσο όμορφα περνούσαν τον πρώτο καιρό.

Είχε την αίσθηση ότι η ευτυχία αυτή θα κρατούσε για πάντα.

Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι τα πιο ωραία της ζωής, έχουν μικρή διάρκεια.

Αυτή και ο Αλεξ λες και είχαν γεννηθεί ο ένας για τον άλλον.

Έσφιξε την εσάρπα πάνω της, μαστίγωνε το σώμα της η άμμος, με γρήγορα βήματα έφτασε στο μπαράκι του Φίλιπ.

Μόνος του καθόταν όπως πάντα μπροστά στον υπολογιστή του να διαβάζει τα πολύτιμα εγγραφά του και να χαίρεται με κάθε του ανακάλυψη.

Είχε συνηθίσει την εικόνα αυτή, η μόνη παρέα του όσα χρονια που τον ήξερε ήταν οι μελέτες του.

Σε μιαν άκρη κανα δυο παρέες είχαν ξεμείνει, χαλάρωναν στην μαγεία της στιγμής.

Η Ναταλία ήσυχα κάθισε απέναντι στον Αλεξ, δεν ήθελε να τον διακόψει.

Τουλάχιστον έτσι κατάλαβε.

“Καλώς την, σε περίμενα να έρθεις, δεν ξέρω αυτός ο άνεμος μου θυμίζει τόσα στην αποψινή βραδιά, ήθελα πολύ να σε δω να μιλήσουμε, να ξεφύγω λίγο από τις σκέψεις μου.

΄Εχουν έρθει πάλι τα φαντάσματα του παρελθόντος και με κυνηγούν.”

“Ίσως είναι η βραδιά, η πανσέληνος, όλα μαζί, τον σκεφτόμουν τόσο έντονα, δεν άντεξα, άφησα πίσω ότι έκανα και ήρθα, ήθελα τόσο πολύ να μιλήσω σε κάποιον, δεν ξέρω αν με βοηθήσει αλλά λίγο ακόμα και θα έσπαγε η καρδιά μου σε χίλια κομμάτια.”

΄Αρχισαν να μιλάνε για το παρελθόν για τα όνειρά τους, τον τρόπο που μεγάλωσαν τις περαστικές φιλίες, τις φιλίες που έμειναν και τους ακολουθούσαν χρόνια.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια