“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Δεν είχε πει τίποτα στην Ναταλία, όταν γεννήθηκε η μικρή η ευτυχία του ήταν τόσο δυνατή, βαθια χαραγμένη στην ψυχή του και όταν αποφάσισε να βγάλουν το όνομα της αγαπημένης του ήταν σαν να τις έστειλε ο Θεός .

Ματωμένος άγγελος, η αγαπημένη του φίλη, στην πληγωμένη του ψυχή έφερνε μαζί της τον λευκό άγγελο της αθωότητας, την μικρή Δανάη.

Ότι ήταν δικό του άνηκε πλέον σ’ αυτές τις δύο γυναίκες που τον αποζημίωσαν με τόση ευτυχία.

Καθώς μεγάλωνε η μικρή του έκανε συντροφιά, μαζί του ώρες ατέλειωτες στην γωνία του μαγαζιού του, μέρα και νύχτα, να τον ζητάει, να τον αγκαλιάζει

Αναπτύχθηκε μια υπέροχη φιλία που δεν χρειάστηκε να πουν λόγια, οι ψυχές ενώθηκαν στο κάλεσμα των δυο πληγωμένων ανθρώπων από το ίδιο τραύμα, μάτωναν χρόνια.

Η μικρή Δανάη έγινε λευκό τριαντάφυλλο των αθώων συναισθημάτων τους.

Θα βουτούσε στα βαθιά.

Ήξερε ότι δεν θα έβγαινε ζωντανός και πόσο δύσκολη ήταν αυτή η αποστολή του.

Τα είχε σχεδιάσει όλα.

Η υπόγεια σπηλιά στο βυθό, θα μπορούσε να του δώσει καταφύγιο αν τα κατάφερνε να φτάσει μέχρι εκεί.

Δεν ήθελε να χάσει ότι του έστειλε η μοίρα του σαν αποζημίωση των όσων είχε χάσει εκεί μακριά στην πατριδα του χρόνια πριν.

Η Ναταλία έφυγε, ανησυχούσε πολύ για τον φίλο της, δεν μπορούσε να τον μεταπείσει, εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να ησυχάσει.

Στριφογύριζε στο κρεβάτι της και έβλεπε συνέχεα εφιάλτες.

Έβλεπε τον εαυτό της μόνο, να τρέχει στην θάλασσα να παρακαλάει να της στείλει πίσω ότι πολύτιμο είχε, τον φίλο της.

Στο όνειρο της παρακαλούσε να σωθεί ο αγαπημένος της φίλος, δεν θα άντεχε στο νησί χωρίς αυτόν, ήταν η μόνη παρέα χρόνων.

Την στοίχειωνε το όνειρο.

Μόνη της, η θάλασσα αγριεμένη, στεκόταν στην άκρη της, το κύμα έσκαγε με ορμή στα πόδια της, σαν να ήθελε να την χτυπήσει και να την πάρει μαζί του.

Το χρώμα της θάλασσας είχε μελανιάσει, είχε μετατραπεί σε πολύ σκούρο μπλε βαθύ.

Φοβόσουν να την δεις, δεν ήταν αυτή που αγαπούσε.

Τι της συναίβει, τι θα συμβεί;

Κοιτούσε ψηλά, δεν υπήρχε διαφυγή, τα βράχια τόσο μεγάλα και ογκώδη της έκοβαν κάθε δρόμο να τρέξει να κρυφτεί, να σωθεί από τον μανιασμένο άνεμο που την έδερνε και το κύμα που την απειλούσε ότι θα την πάρει μαζί του.

Υψώνονταν μπροστά της δύο πελώριοι βράχοι που της έκοβαν τον δρόμο, σαν φύλακες της θάλασσας, να της συμπαρασταθούν στην αγριότητα της, να την φυλακίσουν και να χαθεί στον βυθό μόνη της.

Να χάσει ότι αγαπούσε πραγματικά, ήταν πολύ σκληρό όλο αυτό .

Προσπαθούσε να ανακαλύψει κάποια διέξοδο.

Κανένα μονοπάτι διαφυγής.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια