“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Ο Φίλιπ σκεφτόταν πως ένας ακόμη χαμός ενός αγαπημένου προσώπου θα ήταν οδυνηρό.

Υπεύθυνος θα ήταν μόνο αυτός, ο ίδιος ξεσήκωσε την Ναταλία, ήταν δίπλα στο παιδί της το προστάτευε, ξαφνικά σε μια στιγμή αδυναμίας την κάλεσε κοντά του.

Κυνηγημένος από το παρελθόν, προξένησε ζημιά στο παρόν.

Έβλεπε την φίλη του δίπλα του, δεν μιλούσε μόνο κοιτούσε την θάλασσα με το βλέμμα της στραμμένο σαν να της έλεγε “αν εσύ μου το πήρες στείλτο μου πίσω”.

Ούτε να το σκεφτεί δεν μπορούσε.

“Φίλιπ στην σπηλιά εκεί θα είναι, της έχω διηγηθεί πολλές φορές για το μέρος αυτό, ιστορίες όμορφες για νεράιδες και γοργόνες, σίγουρα εκεί θα είναι.”

Η Ναταλία ήταν σίγουρη και αισιόδοξη, το ένστικτό της μάνας αλάνθαστο.

Δυο όμορφες παράξενες διαφορετικές από αυτόν τον κόσμο γυναικείες φιγούρες κρατούσαν στο κοριτσάκι συντροφιά στην σπηλιά.

Η Ναταλία έτρεξε να προλάβει να δει την κόρη της να σιγουρευτεί πως όλα είναι καλά.

“Μαμά με κάλεσαν και πήγα κοντά τους, είναι σαν τα παραμύθια που μου διηγήσε.

Ήταν ένας κόσμος κάτω από το νερό.”

“Σε έψαχνα όλη την νύχτα, γιατί έφυγες μόνη σου;”

‘Έκλαιγε από ευτυχία και ανακούφιση, ήταν στην αγκαλιά της ότι μπορεί να αγαπήσει ποτέ άνθρωπος, το παιδί της, η μοναχοκόρη της.

– “Διήγηση του κοριτσιού“ –

“Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω, σε είδα με τον Φίλιπ στην αυλή, άκουσα να με φωνάζουν δύο όμορφες γυναίκες, μου φάνηκαν σαν νεράιδες που τραγουδούσαν πάνω στο νερό.

Μου έχεις πει να μην φοβάμαι, τραγουδούσαν όμορφα και ήταν ευτυχισμένες.

Ήθελαν να πάω στην παρέα τους, δεν φοβήθηκα, αισθάνθηκα ότι με προστάτευαν.

Μου έδειξαν ένα κόσμο τόσο διαφορετικό από τον δικό μας.

Ζουν κάτω από το νερό, στο βάθος της θάλασσας υπάρχει μια σπηλιά, μόλις την περάσεις μπορείς να δεις μια παράξενα όμορφη πολιτεία.”

Η Ναταλία πήρε αγκαλιά την κόρη της.

Την έσφιξε πάνω της όσο ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί που μπορεί να φτάσει η αγάπη που ένιωθε.

“Θα μου τα πεις όλα όταν φτάσουμε σπίτι να ξεκουραστούμε λίγο.”

Οι τρεις τους βγήκαν από την σπηλια, ήταν την ώρα που η τελευταία πινελιά της νύχτας ξεθώριαζε το χρώμα της για να βαφτεί λευκό, να το στολίσουν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου να παίξουν με τα χρώματα της θάλασσας, να σκορπιστούν πάνω στο νερό και να γεμίσουν τα κύματα με την ομορφιά των αστεριών του ήλιου.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια