“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

7. Η συνάντηση

Πως θα ήταν αν τον συναντούσε τυχαία, σκεφτόταν αν ήταν αλήθεια στο νησί πως θα αντιδρούσε.

Μέρες ο γλάρος της αργούσε να φανεί, “πάλι κάτι θα έχει ανακαλύψει και θα του έχει αποσπάσει την προσοχή” σκέφτηκε.

΄Ηταν ο καινούργιος φίλος της, μικρό τον είχε βρεί λίγο μακρύτερα από την φωλιά του.

Τον είχε πετάξει το κύμα και ο αέρας.

΄Ηταν τόσο δύσκολη η μέρα εκείνη, απορούσε με τον εαυτό της γιατί βγήκε, ήταν τόσο ανόητη έβαλε τον εαυτό της σε κίνδυνο.

Μπροστά της ο μικρούλης της φίλος, τον παράσερνε ο άνεμος και το κύμα τον χτυπούσε πάνω στα βράχια.

Τον λυπήθηκε, τον πήρε μαζί της, επούλωσε τα τραυματά του, τον τάισε σαν μωρό, μεγάλωσε μαζί της.

Έγινε φίλος, δικός της και της μικρής της, σαν ένα καινούργιο μωρό στο σπίτι.

Ξανάζησε την αγωνία από την αρχή, ξενυχτούσαν μαζί μέχρι να τον δει να παίρνει δυνάμεις.

Άνοιξε σιγά σιγά τα φτερά του, κάθε μέρα γινόταν και πιο δυνατός, μεγάλωνε και μπορούσε να πετάξει, να φύγει μακριά να γνωρίσει νέους τόπους νέες στεριές.

Να ταξιδέψει μαζί με τα καράβια, μόνος ήταν δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανέναν.

Δεν το έκανε παρέμεινε πιστός στην φίλη του που του είχε σώσει την ζωή.

Δεν πάει πολύς καιρός από τότε.

Έγιναν φίλοι, δεν αποχωρίζονται ποτέ.

Πρώτος την καλημέρα, τελευταίος την καληνύχτα την δύση του ήλιου.

Καμιά φορά φεύγει και πετάει λίγο μακρύτερα με την ομάδα του.

Χάνεται λίγες μέρες και ξαναγυρίζει.

Εκεί που νομίζεις ότι έχει φύγει να σου φαίνεται στην άκρη της κουπαστής, στον μπαλκόνι του σπιτιού της, να της λέει καλημέρα.

Εκεί που πρωτοέμαθε να πετάει.

Δεν την αφήνει μόνη, της κρατάει παρέα, ακούει την ιστορία της, νιώθει την νοσταλγία που κρύβει μέσα της για όσα άφησε πίσω.

Η πιο ήσυχη ώρα στο νησί όταν όλοι πάνε να ξαποστάσουν από μια μαγευτική νύχτα, δίδυμες ψυχές ψάχνουν να βρουν, αναζητούν το άλλο τους μισό.

Μένουν μισοί στο ξημέρωμα της μοναξιάς και το νησί γίνεται ρομαντικό και σκληρό στην αναζήτηση της αιώνιας αγάπης.

Μοιάζει έρημο, παγώνουν όλα στην αναζήτηση των σκέψεων, να τυλίγουν το πιο όμορφο όνειρο της νύχτας, συντροφιά με της μέρας.

Περπατούσε μόνη της δεν ήθελε κάποιον κοντά της ήθελε την μοναξιά της, η θάλασσα, το όνειρο, οι σκέψεις της, οι αναμνήσεις, η εικόνα του ζωντανή μακριά στον οριζοντας της θάλασσας να φτάνει, να της θυμίζει.

Πίστεψε για λίγο στα φαντάσματα, είχε πολύ ανάγκη από ένα χάδι για μια αγκαλιά.

Έσφιξε πάνω της την εσάρπα, αισθάνθηκε έντονα μόνη.

Τα μισοσβησμένα άστρα στον ουρανό, το φεγγάρι που χανόταν σιγά σιγά, η μουσική που ακουγόταν, δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα ονείρων απραγματοποίητων.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια