“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Το πέρασμα είχε πολλές δυσκολίες σε κάποιο σημείο πραγματικά η θάλασσα ανάμεσα στα βράχια μαύριζε στο βάθος της, τα υπόγεια ρεύματα δυνατά.

Έφερναν-δημιουργούσαν στην επιφάνεια της θάλασσας μικρές ρουφήχτρες.

Ο σάκος βαρύς να μπορέσει να τον κουβαλήσει.

Το κύμα είχε αλλάξει πολύ τον βράχο, η επικινδυνότητα μεγάλη.

Ήταν καλή κολυμβήτρια, κατάφερε να περάσει απέναντι με μεγάλη ευκολία.

Ή ίσως η τύχη την βοήθησε.

Είχε μάθει να παλεύει, έβγαλε το βρεγμένο εξοπλισμό, τον άφησε προσεκτικά σε κάποιο ασφαλές σημείο να μπορέσει να το χρησιμοποιήσει στην επιστροφή της.

Ηταν πολύ σκοτεινά στο απέναντι μέρος της σπηλιάς, κάποιο λιγοστό φως από μακριά της έδειχνε τον δρόμο, ακολούθησε το μικρό μονοπάτι.

Στην άκρη του φαίνονταν λίγο φως, την οδήγησε στην έξοδο.

Η θάλασσα ήταν τόσο φιλική ζεστή στο σημείο αυτό, έβρεχε απαλά και δρόσιζε την σπηλιά.

Άναψε τον μικρό φακό, δεν πίστευε στην ομορφιά που αντίκρυζε, το σπήλαιο πολύ παλιό, σχημάτιζε διάφορες εικόνες, σε γήινα χρώματα που δεν είχε ποτέ φανταστεί.

Μικρή διαδρομή, σε φυσικό σπήλαιο που έφτιαξε και σκάλισε η θάλασσα με μεγάλη υπομονή και το έκανε το ομορφότερο που είχε δει μέχρι εκείνη την στιγμή.

Πήρε το ανηφορικό μονοπάτι, γεμάτο κοφτερές πέτρες, οδηγούσε ψηλά στον βράχο.

Έφτασε στον πύργο μετά από κίνδυνο της ζωής της, δεν είχε ιδέα για το τι θα συνέβαινε τις επόμενες ώρες, η ανακάλυψη της μεγάλη.

Πέτρα, βράχος και αέρας δυσκόλευε στην ανάβαση.

Ένα μονοπάτι που σχεδόν είχε σβήσει στα χρόνια.

Θαύμασε το τοπίο, το γαλάζιο θάλασσας και ουρανού.

Δεν σκεπτόταν τίποτα εκείνη την στιγμή, είχε γίνει ένα με την ιστορία και τις διηγήσεις.

Η θέα την είχε μαγέψει δεν της άφηνε περιθώρια να σκεφτεί κάτι άλλο, την είχε αποπλανήσει το τοπίο και τα μακρινά ταξίδια του στον ορίζοντα της θάλασσας, στα λόγια των χωρικών για μια ιστορία που ήθλε να μάθει, να γνωρίσει.

Επιτέλους βρισκόταν μπροστά σε μιαν αλήθεια.

“Μια νεαρή κοπέλα, πάνε χρόνια, έμενε στο νησί.

Είχε αρχίσει να διηγείται περίεργες ιστορίες, έβλεπε λένε παράξενες μορφές να βγαίνουν από την θάλασσα.

Γόνος μιας πολύ καλής αρχοντικής οικογένειας, οι δικοί της μάταια προσπάθησαν να κρύψουν το μυστικό που βασανιζε την μοναχοκόρη τους.

Η νεαρή κοπέλα τους παρακάλεσε να της φτιαξουν ένα μικρό σπιτάκι σε εκείνο το σημείο, στην άκρη των βράχων, ένα δύσβατο, μοναχικό μέρος που κανείς δεν μπορούσε να έχει εύκολη πρόσβαση, μετακόμισε μόνιμα εκεί.

Ήταν το μέρος που μπορούσε να επικοινωνήσει με τα φαντάσματα του βυθού που έρχονταν, στον υπνο της, την βασάνιζαν και έκλεψαν τα όνειρά της.

Στην μεγάλη αγάπη που της είχαν, πραγματοποίησαν την επιθυμία της.

Έφτιαξαν τον πύργο να μπορεί να περνάει όσο χρόνο ήθελε μονάχη της.

Πίστευαν πως έτσι θα έβρισκε η ψυχή της την ηρεμία που αναζητούσε.

Στο νησί είχαν πει πολλές ιστορίες για αυτήν την κοπέλα.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια