“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

Τα χείλη σου, τα λόγια σου, οι εκφράσεις σου, τον τόνο που δίνεις στην φωνή σου κάθε φορά που θέλεις να πετύχεις κάτι.

Το γλυκό σου χαμόγελο, όλα είναι δικά του.

Το χρώμα των μαλλιών σου.

Το αγγελούδι μας, που ήρθε δώρο στην δική μου αγκαλιά.

Κοιμάσαι τόσο γλυκά αυτή την στιγμή.

Τα μαλλάκια σου τυλιγμένα γύρω στο λαιμό σου, στολίζουν το πρόσωπό σου, το μαξιλάρι σου.

Η στιγμή αυτή είναι μαγική, βλέπω σε εσένα τον πατέρα σου.

Στον στέρησα συγγνώμη.

Το αδύνατο ψιλό καλλίγραμμο σωματάκι σου, οι κινήσεις σου, σε βλέπω και δεν σε χορταίνω.

Τρέχεις, παίζεις, δημιουργείς φιλίες στο χρόνο, η καρδούλα σου τόσο γλυκιά, τρυφερή όσο η δική του και η δική μου μαζί.

Θέλω να σου πω τα πάντα για τον πατέρα σου, είσαι τόσο μικρούλα, στα αφήνω γραμμένα πάνω στο λευκό χαρτί, γραμμένα με μελάνι της ψυχής μου, να μην ξεχαστούν ποτέ, να έχεις αυτές τις λέξεις, που κάνουν την δική σου ιστορία πάντα μαζί σου.

Και αν μείνεις μόνη σου, να έχεις κάτι να ψάξεις, – τον πατέρα σου.”

Η Ναταλία σηκώθηκε για λίγο, κινήθηκε προσεκτικά και ήσυχα στο δωμάτιο να μην ξυπνήσει ο μικρός της άγγελος, άνοιξε ένα συρτάρι από το κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της, έβγαλε ένα μικρό μπαουλάκι, πήρε το κλειδί, το ξεκλείδωσε.

Κράτησε στα χέρια της την φωτογραφία του, κάποια μικρές αναμνήσεις που πρόλαβε να πάρει το τελευταίο βράδυ πριν φύγει.

Μια κάρτα του, είχε όλα τα στοιχεία του, το τηλέφωνό του την διευθυνσή του.

Σκέφτηκε για λίγο, όλα αυτά ίσως να έχουν αλλάξει να μην ισχύουν τα στοιχεία που έχει, σίγουρα ένα άλλο γραφείο πιο μεγάλο στο κέντρο της πόλης που ονειρευόταν.

Στην κορυφή ενός ψηλού πολυτελέστατου κτιρίου, να βλέπει όλη την πόλη.

Οι ώρες εργασίες του πολλές, ο χρόνος απόλαυσης μικρός.

Ονειρευόταν να φτιάξει έναν δικό του χώρο στην ταράτσα ενός ψηλού κτιρίου.

Θα το διακοσμούσαν μαζί, αλλά την μεγάλη βεράντα θα έβαζε αυτήν να βάλει τα πιο όμορφα φυτά και λουλούδια, ότι της άρεσαν.

Ήξερε καλά την αδυναμία της, να βρίσκεται μέσα στο πράσινο, ανθισμένο χώρο με όμορφα τριαντάφυλλα και αρώματα λουλουδιών.

Τον μάγευε αυτή η διαφορετικότητα της.

Το απαλό άγγιγμα της ψυχής της, η παιδικότητα της, η αφέλεια της.

Το παιδί που ζούσε μέσα της, μια ολοκληρωμένη γυναίκα με ένα παιδί στην καρδιά.

Πόσα άραγε θα είχαν αλλάξει στην ζωή του.

Έπρεπε να τον αναζητήσει, το όφειλε για την κόρη τους, να ψάξει να κάνει “τον ιχνηλάτη” της ζωής.

Το όφειλε στην μικρή τους κόρη στο αγγελούδι τους.

Σταμάτησε, σκέφτηκε και αν, αν τι;

Τι να έρθει αντιμέτωπη μαζί του, δεν θα το άντεχαν τα συναισθηματά της, θα χανόταν σε παραμίλημα αγάπης, μόνο που θα τον κοιτούσε στα μάτια.

Έπιασε την καρδιά της να τρελαίνεται σε χτύπους, τον σκέφτηκε και έφυγε πέταξε, θα ξεριζωνόταν από το στήθος της.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια