Ένιωσε όμορφα, φαίνονταν να είχαν την ίδια ψυχή.
Την άγγιξαν το καταλάβαινε, η διαίσθησή της δεν έκανε λάθος.
Ήταν στο σωστό δρόμο!
Καθώς μιλούσαν διαπίστωνε έντονα πως η απλότητα τους, η εσωτερική ομορφιά τους, το αγκάλιασμα της ψυχής, αλλά και ο έρωτας του ζευγαριού φώτιζε την γωνία του μαγαζιού.
Η απλότητα και η ομορφιά του λόγου τους την συγκίνησε βαθύτατα.
Οι ιστορίες τους αλλά και οι γνώσεις τους πάνω στην ζωή, την έκαναν να αισθανθεί τόσο μικρή αλλά ταυτόχρονα τόσο σημαντική να έχει απέναντι της για πρώτη φορά στην ζωή της τόσο ιδιαίτερους, σημαντικούς ανθρώπους.
Η αμηχανία της σίγουρα φαινόταν.
Θέλησε να είναι απόλυτα ειλικρινής μαζί τους.
Θαύμαζε και τους δύο για την αγάπη τους, τις γνώσεις τους την απλότητα τους που τους διέκρινε.
Συγκινήθηκε, αισθάνθηκε μια αγκαλιά, όμορφα λόγια από δύο ανθρώπους που πριν λίγο της ήταν άγνωστοι και τώρα γινόντουσαν μέρος της ζωής της, συνάντηση με τα όνειρά της.
Δάκρυσε κρυφά και θαύμαζε ότι περισσότερο μπορεί να θαυμάσει κανείς σ’έναν άνθρωπο.
Την αγάπη τους, το δέσιμο τους μα πιο πολύ την ψυχή τους.
Μα πάνω από όλα λάτρεψε τα υγρά μάτια της αγάπης και του έρωτα που λάτρευαν και αγαπούσαν τον μοναδικό άντρα που σίγουρα είχε αγαπήσει και λατρέψει ποτέ.
Της γυναίκας, με την σπάνια γλυκιά ψυχή.
Θαύμασε τον άντρα που αγαπούσε τόσο βαθιά την εξαιρετική γυναίκα που είχε δίπλα του.
Την λάτρευε την αγαπούσε την προστάτευε.
Μα πως μπορείς να μην προστατεύεις τον ίδιο σου το θησαυρό.
Η γυναίκα μίλησε πρώτη.
“Είμαι η Τερψιχόρη, η κόρη της Ιφιγένειας, να σου συστήσω έναν πολύ καλό μου φίλο.
Αλέξανδρε η κυρία Ναταλία, χρόνια ακούς ιστορίες από την μητέρα μου.
Είναι σπάνια προσωπικότητα.
Βοήθησε και βοηθάει ακόμα όσο μπορεί στο ελάχιστο χρόνο που διαθέτει το νησί μας.”
Η Τερψιχόρη την κοίταξε, τα μάτια της γυναίκας είχαν βουρκώσει.
Ήθελε να μάθει, η Ιφιγένεια της είχε πει για ένα γράμμα.
Το γράμμα της κόρης της, της Δανάης της.
Και ο Αλέξανδρος, ίδιο όνομα, ίδιο ανάστημα.
Πόση διαφορά από τον Άλεξ της, αυτός κοιτούσε το κορίτσι δίπλα του, που φάνταζε σαν όμορφη θεά βγαλμένη από την θάλασσα, το καμάρωνε, το αγαπούσε, της κρατούσε το χέρι όσο χρόνο ήταν μαζί της.